Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Dolls (2002)

Ελληνικός τίτλος: Κούκλες
Σκηνοθεσία: Takeshi Kitano
Παίζουν: Miho Kanno, Hidetoshi Nishijima, Tatsuya Mihashi, Chieko Matsubara, Kyoko Fukada
Χώρα: Ιαπωνία
Είδος: Σπονδυλωτή / Δράμα / Ρομάντζο

Υπόθεση: Οι ερωτικές ιστορίες ενός ζευγαριού, μιας σημαδεμένης τραγουδίστριας και ενός γερασμένου μαφιόζου που ξανασυναντά την παλιά αγαπημένη του.; (Πηγή cine.gr)







Ποτέ δεν περίμενα από ένα σκηνοθέτη σαν τον Takeshi Kitano - γνωστός κυρίως για τις γκαγκστερικές και αστυνομικές του ταινίες στις οποίες κυριαρχούν οι σκληρές και αιματηρές σκηνές βίας, οι άγραφοι κανόνες της Γιακούζα, η εκδίκηση κτλ. – να δω μια ταινία τόσο βαθύτατα συγκινητική, τόσο ανθρώπινη, με άλλα λόγια μια ταινία με τόσο συναίσθημα. Και το λέω αυτό γιατί όσες ταινίες του είχα δει ήταν ψυχρές, απότομες, απογυμνωμένες από κάθε είδους συναισθήματα. Μοναδική εξαίρεση το καταπληκτικό Hana-bi που όμως κι εκεί είχα την αίσθηση ότι κάτι έλειπε. Και αυτό το κάτι το βρήκα εδώ, στην μοναδική ταινία που είδα και δεν έπαιζε ο Kitano. Τυχαίο; Δεν νομίζω.

Η υπόθεση της ταινίας περιστρέφεται γύρω ένα πρόλογο και τρεις σπονδυλωτές ερωτικές (κάτι που δεν μας έχει συνηθίσει ο Kitano) ιστορίες των οποίων η μοίρα διασταυρώνει τις ιστορίες τους, χωρίς όμως να έχουν επίδραση η μία στην άλλη.

Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Παρακολουθούμε την παράσταση ενός κουκλοθέατρου με θέμα την τραγική κατάληξη ενός ζευγαριού. Άραγε πως συνδέεται αυτή η παράσταση με τις υπόλοιπες ιστορίες;

Η ΠΡΩΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ιστορία δυο ερωτευμένων νέων που ενώ είχαν αρχικά αποφασίσει να παντρευτούν, τελικά η πλευρά του αγοριού υποκύπτει στις ασφυκτικές πιέσεις των γονιών του να παντρευτεί την κόρη του αφεντικού του. Μην μπορώντας να το αντέξει αυτό η κοπέλα θα οδηγηθεί σε μια αποτυχημένη απόπειρας αυτοκτονίας, που έχει ως αποτέλεσμα όμως να χάσει τα λογικά της. Μόλις το μαθαίνει αυτό το αγόρι, έχοντας μετανιώσει και συνειδητοποιήσει το λάθος και το κακό που προκάλεσε, παρατάει τα πάντα (την μέλλουσα νύφη, την οικογένειά του, την δουλειά του) ώστε να βρίσκεται κοντά στην κοπέλα που αγαπά. Χωρίς λεφτά, χωρίς τίποτα και στιγματισμένοι από την κοινωνία ως οι “δεμένοι ζητιάνοι” θα ξεκινήσουν ένα ατελείωτο ταξίδι. Άραγε αυτό το ταξίδι έχει κάποιο προορισμό;

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ιστορία ενός ηλικιωμένου μαφιόζου ο οποίος με αφορμή την άφιξη του καινούργιου σωματοφύλακα αναπολεί κάποιες σημαδιακές στιγμές τις ζωής του και κυρίως του πρόωρου τέλους στην σχέση του με μια κοπέλα όταν βρισκόταν σε νεαρή ηλικία επειδή νόμιζε ότι θα αποτελούσε εμπόδιο στην “καριέρα” του ως γκάνγκστερ. Άραγε είναι αργά για μια δεύτερη ευκαιρία;

Η ΤΡΙΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ιστορία μιας πανέμορφης διάσημης τραγουδίστριας της ποπ όπου ύστερα από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα θα τραυματιστεί σοβαρά στο πρόσωπό της, με αποτέλεσμα να αποτραβηχτεί για το υπόλοιπο της ζωής της σε μια άγνωστη κι έρημη τοποθεσία κι ενός φανατικού θαυμαστή της ο οποίος ύστερα από αυτό θα προσπαθήσει απεγνωσμένα να την δει. Άραγε μέχρι που μπορεί να τον οδηγήσει η απεριόριστη αγάπη του για την τραγουδίστρια ώστε να καταφέρει να την συναντήσει;

Τρεις συγκλονιστικές-τραγικές-καταραμένες ιστορίες που υπερβαίνουν τις ανθρώπινες συμβάσεις. Η μια καλύτερη από την άλλη όπου δεν ξέρεις ποια να πρωτοξεχωρίσεις. Ωστόσο ο Kitano δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην πρώτη ιστορία όχι μόνο λόγω της μεγαλύτερης διάρκεάς της αλλά και από το γεγονός ότι αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των άλλων δυο ιστοριών. Ο φαύλος αυτός κύκλος λοιπόν, όπου η μία ιστορία διαδέχεται την άλλη, θα τελειώσει μόνο όταν θα φτάσουν στον τελικό προορισμό τους.

Πέρα του γνωστού σκηνοθετικού ύφους που διακρίνει τον Kitano (θα το χαρακτήριζα απότομο, κοφτερό, κι επιτηδευμένα ελλιπής ως προς την αφήγηση) ο δαιμόνιος σκηνοθέτης χειρίζεται επιδέξια και λειτουργικά την χρονική σειρά των γεγονότων αναταράσσοντας την φυσική ροή τους: αναδρομές/flashback που εισβάλουν απότομα στην πλοκή, χρήση προδρομών (το αντίθετο του flashback) όπου πρώτα εμφανίζονται οι σκηνές που έχουν συμβεί στο άμεσο μέλλον και μετά γυρίζει στο παρόν και προχωράει μέχρι να φτάσει σε εκείνες με τις οποίες άρχισε, την ίδια σκηνή αλλά από διαφορετικές οπτικές σκοπιές, μια υπέροχη ονειρική σεκάνς. Όλα αυτά λοιπόν δίνουν στην ταινία μια πολυσύνθετη μορφή στην αφήγησή της, κάνοντάς την έτσι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και λιγότερο προβλέψιμη. Κάτι που προσωπικά πιστεύω ότι είναι κι ένα από τα μεγαλύτερα ατού της. Υπέροχη η φωτογραφία και η μουσική όπου “ντύνουν” τις μαγευτικές εικόνες πανέμορφων τοπίων (πάρκα, χιονισμένα βουνά, ρυάκια, γεφυράκια, δέντρα) με λυρισμό και μια δόση μελαγχολίας.

Μα πάνω από όλα, πέρα από τις όποιες κινηματογραφικές αναλύσεις, είναι ένα αριστούργημα σπάνιας εικαστικής ομορφιάς, βαθύτατα συγκινητικό χωρίς να καταφεύγει σε μελοδραματισμούς, βαθύτατα ανθρώπινο παρά τις όποιες αβανταδόρικες ιστορίες της. Ένα αριστούργημα όπου αφήνει τους λιγοστούς διαλόγους σε δεύτερη μοίρα ώστε να μας μιλήσει μέσα από τις μαγευτικές εικόνες της, τις σιωπές, τις ματιές και κυρίως μέσα από τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών της. Αυτό άλλωστε δεν έχει και την μεγαλύτερη σημασία;


5/5:
Αριστούργημα

0: Κακή / 1: Μετριότατη / 2: Έτσι κι έσι / 3: Καλή / 4: Πολύ καλή / 5: Αριστούργημα

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Le conseguenze dell'amore (2004)

Ελληνικός τίτλος: Οι συνέπειες του έρωτα
Σκηνοθεσία: Paolo Sorrentino
Παίζουν: Toni Servillo, Olivia Magnani, Adriano Giannini, Antonio Ballerio, Gianna Paola Scaffidi
Χώρα: Ιταλία
Είδος: Δράμα / Ρομάντζο / Έγκλημα

Υπόθεση: Κάθε άνθρωπος κρύβει ένα ανομολόγητο μυστικό. Όμως, ο Τίτα Ντι Τζιρόλαμο κρύβει περισσότερα. Είναι προφανές. Αλλιώς για ποιο λόγο ένας καλοστεκούμενος μεσόκοπος άνδρας από την Νότια Ιταλία, περνά τα τελευταία οκτώ χρόνια σε ένα ανώνυμο ξενοδοχείο μιας ανώνυμης Ελβετικής πόλης, χωρίς φαινομενικά καμία απασχόληση; Χρόνια σιωπής και αμέτρητων τσιγάρων, χρόνια που τα περνά στο λόμπυ του ξενοδοχείου, ντυμένος κομψά μα χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του περιττές πολυτέλειες; Μια αποπνικτική ρουτίνα, η αιώνια αναμονή κάποιας τολμηρής κίνησης. Ο Τίτα, σαν ήρωας του Ναθάνιελ Χώθορν παρατηρεί απαθώς τη ζωή να περνά μπροστά από τα μάτια του, χωρίς ποτέ να αντιδρά, χωρίς να δείχνει το παραμικρό συναίσθημα. Και πάλι φαινομενικά. Δεν έχει πια κανέναν. Μόνος. Τόσα χρόνια χαμένα για κάτι που συνέβη και παραμένει κρυφό. Τι; Για ποιόν λόγο; Ποια είναι τα ανομολόγητα μυστικά του Τίτα Ντι Τζιρόλαμο; (Πηγή cine.gr)


Όποιος διαβάσει την υπόθεση πιθανόν να πει “τι βαρετή που είναι” ή “μα καλά δεν συμβαίνει τίποτα σε αυτήν” και δεν θα είχαν καθόλου άδικο εάν πίσω από την σκηνοθετική καρέκλα δεν βρισκόταν ο Paolo Sorrentino (του εκπληκτικού Il divo) ο οποίος με την σκηνοθετική του βιρτουοζιτέ, ευρηματικότητα και ιδιοφυία μετατρέπει ένα φαινομενικά αδιάφορο, μονότονο δράμα κυρίως κλειστών χώρων, σε ένα άκρως εντυπωσιακό υπαρξιακό δράμα μεγατόνων, σκηνοθετημένο με χίλιους δυο διαφορετικούς τρόπους.

Δεν θα αναφερθώ παρά ελάχιστα στην υπόθεση γιατί πιστεύω ότι είναι από εκείνες τις ταινίες που όσο λιγότερα ξέρεις τόσο το καλύτερο. Όλη σχεδόν η πλοκή της περιστρέφεται γύρω από τον πρωταγωνιστή και το καλά κρυμμένο μυστικό του (
τον οποίο υποδύεται ο καταπληκτιός Toni Servillo, ο χαμαιλέοντας του σύγχρονου ιταλικού κινηματογράφου), ένα παντρεμένο ηλικιωμένο ζευγάρι παρηκμασμένων αριστοκρατών και μια υπάλληλο του ξενοδοχείου που αποτελεί και τον κρυφό πόθο του αλλά το μόνο που κάνει είναι να την αγνοεί επιτηδευμένα γιατί ξέρει ότι οποιαδήποτε αλλαγή στην καθημερινή του ρουτίνα μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες. Ώσπου μια μέρα μην μπορώντας να αντέξει την συνεχή αγνόηση προς το πρόσωπό της, θα ξεσπάσει πάνω του, αποτελώντας ουσιαστικά και την αφορμή για να την πλησιάσει. Δυο ματιές και δυο χαμόγελα φτάνουν για να καταλάβεις ότι τίποτα δεν θα είναι το ίδιο για την ζωή του πρωταγωνιστή. Γιατί πολύ απλά θα υποστεί τις συνέπειες του έρωτα (εξού και ο τίτλος της ταινίας).

Είναι εκπληκτικός λοιπόν ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί την κάμερά του έτσι ώστε να αναδεικνύει στο μέγιστο την καθημερινή ρουτίνα καθώς και τον μικρόκοσμο στο οποίο μοιάζει να είναι εγκλωβισμένος ο πρωταγωνιστής. Εκεί που άλλοι σκηνοθέτες μια απλή σεκάνς την είχαν μοντάρει σε πολλαπλά προβλέψιμα κοψίματα αυτός προτιμά να το δείξει με ένα δεξιοτεχνικό traveling, πανοραμίκ, βάθος πεδίου, “σκανάροντας” έτσι τους χώρους ώστε να συλλαμβάνει την δράση χωρίς να διασπάται η χωροχρονική ενότητα της εικόνας. Αλλά και όταν χρησιμοποιεί το ντεκουπάζ ή το μοντάζ το κάνει με ευρηματικά περάσματα-cut από το ένα πλάνο στο άλλο είτε χρησιμοποιώντας διάφορες γωνίες λήψεις όπου με αυτό τον τρόπο αξιοποιούσε τους εσωτερικούς χώρους, είτε στηριζόταν στις κινήσεις των πρωταγωνιστών, είτε σε σκηνοθετικά φωτογραφικά τρικ (θολούς φακούς), είτε στα φαινομενικά άναρχα καδραρίσματά του αξιοποιώντας όλες τις διαστάσεις του κάδρου. Με αυτό τον τρόπο έδωσε μια πολυδιάστατη μορφή, κυρίως στο ύφος αλλά και στην αφήγηση της ταινίας.

Σενάριο λιτό και χωρίς πολλά πολλά, δηλαδή με τα απολύτως απαραίτητα έτσι ώστε να ξεδιπλωθεί αργά και μεθοδικά η πλοκή της (φροντίζοντας έτσι να καλλιεργήσει μια ατμόσφαιρα μυστηρίου) και να βγουν στο φως τα μυστικά που κρύβει ο πρωταγωνιστής. Η πλοκή ακολουθεί μια γραμμική αφήγηση αν και σε ορισμένα σημεία της παρουσιάζεται είτε αφαιρετική (καθώς ο Sorrentino με τα σκηνοθετικά του τεχνάσματα περνά απότομα από την μια σκηνή στην άλλη, δίνοντάς όμως την εντύπωση ότι βρίσκεσαι ακόμα στην προηγούμενη) είτε ελλειπτική (όπως σε ένα πολύ κομβικό σημείο της πλοκής στο οποίο η δράση παρουσιάζεται πολύ συνοπτικά σαν να λείπουν δηλαδή κάποια κομμάτια από το παζλ που όμως θα συμπληρωθούν προς το τέλος με την χρήση μιας αναδρομής, φροντίζοντας έτσι να αποκατασταθεί η συνοχή της). Επίσης στο όλο αυτό, νωχελικό και μελαγχολικό κλίμα που επικρατεί σε όλη την διάρκεια, συμβάλει πολύ και η voice over αφήγηση του πρωταγωνιστή την οποία και βρήκα πολύ λειτουργική καθώς συνέβαλε στο να βυθιστείς ακόμα πιο πολύ στον ψυχικό κόσμο του, όπως επίσης συνέβαλε και στους αργούς (αλλά απολύτως ταιριαστούς) αφηγηματικούς ρυθμούς με ορισμένα εντυπωσιακά ξεσπάσματα τα οποία και συνοδεύονται από ένα καταιγιστικό μοντάζ, όπου ο σκηνοθέτης ορθώς φροντίζει να ταυτίζονται με έναν συγκεκριμένο σκοπό-γεγονός, που σπάνε την καθημερινή μονοτονία στη ζωή του πρωταγωνιστή.

Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι η υποδειγματική χρήση του ήχου (είτε αυτός είναι διηγηματικός είτε μη διηγηματικός) όπου ορισμένες φορές ο Sorrentino τον καταστά πιο σημαντικό από την ίδια την εικόνα, δηλαδή ο ήχος έρχεται σε πρώτο πλάνο ενώ η εικόνα σε δεύτερο. Κι αυτό φαίνεται περισσότερο στους διηγηματικούς ήχους (δηλαδή εκείνους τους ήχους που προέρχονται από φυσικές πηγές μέσα από την ταινία που δικαιολογούν την ύπαρξή τους) όπως μια συζήτηση στην καφετερία του ξενοδοχείου η οποία διακόπτεται ξαφνικά από ένα γενικό πλάνο μερικών δευτερολέπτων μεταφέροντάς μας έξω από το ξενοδοχείο, όπου ίσα που ακούμε το τι λένε, ή ο ρυθμικός θόρυβος ενός αυτόματου ποτιστηριού πριν από ένα μοιραίο γεγονός, ή η ηχητική απομόνωση συγκεκριμένων θορύβων από το φυσικό τους περιβάλλον, ή το πέρασμα από μια σκηνή σε μια άλλη με αφορμή στο άκουσμα ενός ήχου. Αλλά και οι μη διηγηματικοί ήχοι κατέχουν εξέχοντα ρόλο καθώς με την χρήση μιας υπέροχης και πολυσύνθετης μουσικής δίνει ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα στους ρυθμούς της ταινίας.

Μπορεί όλα τα παραπάνω σε κάποιους να φαίνονται βαρετά, κουραστικά, ή να μη τους ενδιαφέρουν, ωστόσο είναι πολύ σημαντικά για μένα, γιατί πιστεύω ότι αναδεικνύουν την πολύ μεγάλη σπουδαιότητά της. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που η φόρμα υπερισχύει έναντι του περιεχομένου, κάτι που προσωπικά λατρεύω. Σίγουρα πρόκειται για μια δύσκολη ταινία που απευθύνεται κυρίως σε απαιτητικούς σινεφίλ και κυρίως στους λάτρεις ιδιαίτερων σκηνοθεσιών. Το να παρακολουθώ λοιπόν ταινίες του Sorrentino είναι μια κινηματογραφική απόλαυση διότι με το ιδιαίτερο, προσωπικό του ύφος οξύνει ακόμη περισσότερο τις κινηματογραφικές μου αισθήσεις. Κι αυτό είναι κάτι που λίγοι σκηνοθέτες το καταφέρνουν. Ελπίζω, με την καινούργια του ταινία και το πέρασμά του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, να μην αφήσει αυτές τις υφολογικές-στιλιστικές του αναζητήσεις και παραδοθεί στους συμβατικούς χολιγουντιανούς μεθόδους κινηματογράφησης.

4,5/5: Εξαιρετική

0: Κακή / 1: Μετριότατη / 2: Έτσι κι έσι / 3: Καλή / 4: Πολύ καλή / 5: Αριστούργημα

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

May (2002)

Ελληνικός τίτλος: Ο άγγελος του κακού
Σκηνοθεσία: Lucky McKee
Παίζουν: Angela Bettis, Jeremy Sisto, Anna Faris, James Duval, Nichole Hiltz
Χώρα: ΗΠΑ
Είδος: Τρόμου, Θρίλερ, Δράμα, Ψυχολογική

Υπόθεση: Η Μέη, ένα άτυχο κορίτσι, αποζητά αγάπη και αναγνώριση για να εισπράξει τον χλευασμό και την περιφρόνηση. Έτσι μόνη διέξοδο βρίσκει στη φίλη της που δεν είναι παρά μια χειροποίητη κούκλα που της χάρισε η μητέρα της. Όσο μεγαλώνει, η απογοήτευση της μετατρέπεται σε ψύχωση. Αρχίζει να έχει εμμονές σε συγκεκριμένα σημεία πάνω στο σώματα ανθρώπων. Όταν την απορρίπτει η ομοφυλόφιλη φίλη της δεν μπορεί να βρει παρηγοριά ούτε στην παλιά «καλή της φίλη», μια κι αυτή έχει γίνει κομμάτια στα χέρια κάποιων παιδιών. Το πρόβλημα της γιγαντώνεται και η Μέη δεν φαίνεται να έχει άλλη επιλογή...


Ένα σχετικά άγνωστο διαμάντι του σύγχρονου αμερικανικού τρόμου. Αλλόκοτο, ιδιαίτερο, μακριά από τις συμβάσεις των σύγχρονων ταινιών αυτού του είδους και με μια ιστορία βγαλμένη θαρρείς από τα περίφημα χιτσκοκικά θρίλερ του Brian De Palma στην δεκαετία του ’70, όπου η πρωταγωνίστρια είναι μια ψυχικά διαταραγμένη προσωπικότητα (sisters) και απομονωμένη από τον περίγυρό της (Carrie). Μπορεί με το που ξεκινάει το έργο και με την πρώτη κιόλας σκηνή του (μια πραγματικά ανατριχιαστική σκηνή) να σε προϊδεάζει ότι θα δεις μια τρομακτική ταινία, όμως σχεδόν σε όλη την διάρκειά της παραμένει ελάχιστα τρομαχτική τουλάχιστον σε σχέση με αυτό που θα περίμεναν οι περισσότεροι θεατές. Ωστόσο ο σκηνοθέτης, έχοντας φροντίζει να χτίσει μια αποτελεσματική μυστικιστική ατμόσφαιρα γύρω από μια κούκλα (από τις πιο τρομαχτικές που έχω δει ποτέ στον κινηματογράφο) η οποία κατέχει εξέχοντα ρόλο στην ζωή της ψυχικά διαταραγμένης πρωταγωνίστριας, μας οδηγεί σταδιακά και μέσα από γεγονότα που θα διαταράσσουν ολοένα και περισσότερο την ψυχική υγεία της, σε ένα σοκαριστικό ξέσπασμα βίας και φρίκης. Κι όλα αυτά επειδή ήθελε να βρει μια φίλη. Όχι όμως μια απλή φίλη, αλλά την ΤΕΛΕΙΑ φίλη.

Μου θύμισε αρκετά μια ιαπωνική ταινία τρόμου, το εξαιρετικό Αργός θάνατος - Odishon του Takashi Miike, η οποία επίσης στο μεγαλύτερο μέρος της δεν θύμιζε ταινία τρόμου, ωστόσο το τέλος της είχε ανάλογα ξεσπάσματα βίας σαν κι αυτής εδώ. Φαίνεται ότι και οι δύο αυτές ταινίες έχουν μια διαφορετική προσέγγιση ως προς παραδοσιακούς αφηγηματικούς ρυθμούς του σινεμά τρόμου, ώστε να επιτύχουν το αποτέλεσμα που
εκείνοι θέλουν και όχι το αποτέλεσμα που επιτάσουν οι συνήθεις συμβάσεις του είδους.

Για όσους ενδιαφέρονται για αντισυμβατικές, παράξενες, ιδιαίτερες ταινίες τρόμου τους την προτείνω ανεπιφύλακτα. Για τους υπόλοιπους, ας την δουν με δικιά τους ευθύνη.

3,5: Καλή (+)

0: Κακή / 1: Μετριότατη / 2: Απλώς ενδιαφέρον / 3: Καλή / 4: Πολύ καλή / 5: Αριστούργημα

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Τέσσερα αριστουργήματα!

Ξένος τίτλος: Stagecoach (1939)
Ελληνικός τίτλος: Η άμαξα της άγωνίας
Σκηνοθεσία: John Ford
Παίζουν: Claire Trevor, John Wayne, Andy Devine, John Carradine, Thomas Mitchell
Χώρα: ΗΠΑ
Είδος: Γουέστερν

Υπόθεση: Το ταξίδι μιας ταχυδρομικής άμαξας που μεταφέρει έναν μέθυσο γιατρό, μια έγκυο γυναίκα, ένα διευθυντή τράπεζας που το έχει σκάσει με τα λεφτά των πελατών του, και άλλους, θα αναστατωθεί καθώς ο Τζερόνιμο είναι στο μονοπάτι του πολέμου στην περιοχή.




Για μένα πρόκειται για το πιο τέλειο γουέστερν της κλασικής περιόδου (δηλαδή μέχρι και το 1945 και την λήξη του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, διότι από κει κι έπειτα θα περάσει στην πιο ώριμη φάση της περιόδου του, με τα λεγόμενα επι-γουέστερν και αργότερα τα σπαγκέτι γουέστερν), το οποίο συνέβαλε μαζί με άλλες διάσημες ταινίες εκείνης της χρονιάς στην αφετηρία μιας νέας αναγέννησης αυτού του είδους, καθώς την δεκαετία του ’30 βρισκόντουσαν σε μια κρίσιμη καμπή. Ένα τέλεια δομημένο έργο, από την αρχή μέχρι το τέλος, που ξεχωρίζει για την άψογη αφηγηματική της δομή και την σκηνοθετική αποτελεσματικότητα, μεθοδικότητα αλλά και συγχρόνως απλότητα του John Ford. Είναι υποδειγματικός ο τρόπος με τον οποίο αυτός ο πολύ σπουδαίος σκηνοθέτης χειρίζεται την πλοκή. Έχοντας στο επίκεντρο της ιστορίας μια ομάδα ατόμων, απόκληρων της κοινωνίας και το ταξίδι που πρέπει να κάνουν με μια ταχυδρομική άμαξα, ο Ford αργά και σταθερά, εκμεταλλεύεται όλους τους χαρακτήρες σκιαγραφώντας τους αναλυτικά όπου ο καθένας θα παίξει το δικό του ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Επίσης ο Ford από την αρχή κιόλας της ταινίας μας δίνει δύο πολύ σημαντικά στοιχεία που θα συμβάλλουν στην δραματική κορύφωση της καθώς και στην αγωνία του θεατή: την εκδίκηση που θέλει να πάρει ο John Wayne για την δολοφονία δύο δικών του ανθρώπων από τα μέλη μιας συμμορίας και την απειλή μιας φυλής ινδιάνων και του αδίστακτου αρχηγού της, Τζερόνιμο. Έτσι οδηγούμαστε στην περίφημη σκηνή της καταδίωξης της ταχυδρομικής άμαξας από τους ινδιάνους, η οποία αποτελεί μία από πιο τις θεαματικές, αξέχαστες, ρεαλιστικές σκηνές στην ιστορία των γουέστερν, σκηνοθετημένη με φοβερή επιδεξιότητα από τον Ford.


Ξένος τίτλος: The Man Who Shot Liberty Valance (1962)
Ελληνικός τίτλος: Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς
Σκηνοθεσία: John Ford
Παίζουν: John Wayne, James Stewart, Vera Miles, Lee Marvin, Edmond O'Brien
Χώρα: ΗΠΑ
Είδος: Γουέστερν

Υπόθεση: Ένας γερουσιαστής επιστρέφει στο Σίνμπον για να παραβρεθεί στην κηδεία ενός φίλου του και αφηγείται στους δημοσιογράφους το χρονικό της μικρής πόλης: το πέρασμα από την τρομοκρατία των ληστών στην έννομη τάξη και από τον αναλφαβητισμό στο δικαίωμα ψήφου.




Ένα πραγματικά υπέροχο αντιηρωικό γουέστερν, μια απομυθοποίηση της Άγριας Δύσης και των κλασικών, παραδοσιακών μοτίβων αυτού του είδους. Και το παράξενο είναι ότι γυρίστηκε από ένα σκηνοθέτη που ο ίδιος είχε φροντίσει να τα καλλιεργήσει και να τα κάνει σημαία του. Και δεν είναι άλλος από τον John Ford ο οποίος ουσιαστικά γκρεμίζει ότι είχε χτίσει τα προηγούμενα χρόνια και αυτό είναι κάτι που θέλει πολλά κότσια για να το κάνεις. Εδώ ο ήρωας δεν θα έχει την τύχη των προηγούμενων ταινιών του Ford. Εδώ δεν υπάρχουν οι Νο1 παραδοσιακοί κακοί των γουέστερν οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τους ινδιάνους. Εδώ οι κακοί προέρχονται από το ίδιο το κοινωνικό-πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ. Η ταινία στην ουσία πραγματεύεται την αναπόφευκτη σύγκρουση της ζωής της Άγριας Δύσης που εκπροσωπείται από τον νόμο των όπλων, με αυτή της προόδου που φέρνει ο σιδηρόδρομος που εκπροσωπείται από τους νόμους του κράτους. Έτσι για τον Ford, ο John Wayne συμβολίζει την Άγρια Δύση και τον νόμο των όπλων ενώ ο James Stewart την πρόοδο και τους νόμους του κράτους όπου και οι δύο έχουν έναν κοινό εχθρό: τον αδίστακτο και σαδιστή ληστή Liberty Valance που σκορπάει τον τρόμο στην πόλη (ένας καταπληκτικός Lee Marvin). Ωστόσο η μοίρα θα τους επιφυλάξει διαφορετικά πράγματα. Ο ένας θα χάσει τα πάντα (την αξιοπρέπεια του, την ανθρώπους που αγαπά, ένα φάντασμα του εαυτού του) ενώ ο άλλος θα ανελιχθεί στα ανώτατα κλιμάκια της γερουσίας. Τέλος μια μεγάλη ειρωνεία κρύβεται πίσω από τον τίτλο της ταινίας Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς που το κάνει πια φανερό ο Ford με την τελευταία ακριβώς φράση της ταινίας.


Ξένος τίτλος: The Grapes of Wrath (1940)
Ελληνικός τίτλος: Τα σταφύλια της οργής
Σκηνοθεσία: John Ford
Παίζουν: Henry Fonda, Jane Darwell, John Carradine, Charley Grapewin, Dorris Bowdon
Χώρα: ΗΠΑ
Είδος: Δράμα, Κοινωνική

Υπόθεση: Μια φτωχή αγροτική οικογένεια από την Οκλαχόμα, θύμα της οικονομικής κρίσης, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον τόπο της και να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη στη Καλιφόρνια.







Ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό μιας πολυμελής οικογένειας στα χρόνια τις μεγάλης οικονομικής κρίσης την δεκαετία του ’30, η οποία έχοντας χάσει την φάρμα της από τους αδίστακτους μεγαλοκαρχαρίες των μεγάλων εταιριών αναγκάζεται να ξενιτευτεί και να αναζητήσει την τύχη της κάνοντας ένα μεγάλο, κουραστικό και γεμάτο προβλήματα ταξίδι ως την άλλη άκρη της Αμερικής, την Καλιφόρνια. Μακριά από συναισθηματικούς εκβιασμούς και οποιεσδήποτε σκοπιμότητες ο John Ford δεν διστάζει να καταδείξει την σαπίλα και την αδράνεια του κοινωνικού-πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ που οδήγησε τον αγροτικό λαό στην πείνα και την εξαθλίωση. Ελάχιστοι σκηνοθέτες τόλμησαν να αγγίξουν τέτοια δύσκολα θέματα όπως έκανε ο Ford. Υπέροχη σκηνοθεσία, φωτογραφία και ο Henry Fonda ίσως στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του. Σίγουρα πρόκειται για ένα από τα καλύτερα κοινωνικά δράματα στην ιστορία του Χόλιγουντ.


Ξένος τίτλος: A Night at the Opera (1935)
Ελληνικός τίτλος: Μια νύχτα στην όπερα
Σκηνοθεσία: Sam Wood
Παίζουν: Groucho Marx, Chico Marx, Harpo Marx, Kitty Carlisle, Allan Jones
Χώρα: ΗΠΑ
Είδος: Κωμωδία

Υπόθεση: Ο Οτις Ντρίφτγουντ προσπαθεί να ξεγελάσει την πλούσια κυρία Κλέιπουλ να επενδύσει τα χρήματά της σε μια εταιρεία όπερας. Ταυτόχρονα, ο Τομάσο και ο Φιορέλο προσπαθούν να πείσουν τον Οτις να προσλάβει στην όπερα ένα νεαρό ζευγάρι τραγουδιστών στη θέση του διάσημου τενόρου που αρχικά ήθελε να προσλάβει…





Απλά η καλύτερη κωμωδία που έχω δει ποτέ στην ζωή μου. Δείτε πως οι αδερφοί Μαρξ καταστρέφουν με τα κωμικά τους ευρήματα την παράσταση μιας όπερας. Δείτε πόσα άτομα μπορούν να χωρέσουν σε μια μικρή καμπίνα ενός πλοίου, κάνοντας ταυτόχρονα και μια δουλειά μέσα σε αυτήν (ή τουλάχιστον προσπαθούν να την κάνουν). Δείτε για πολλοστή φορά τον Groucho να μιλάει ακατάπαυτα, τον Chico και τον Harpo να παίζουν τα αγαπημένα τους όργανα (λίρα και πιάνο αντίστοιχα). Απλά δείτε την!

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Merry Christmas Mr. Lawrence (1983)

Ελληνικός τίτλος: Καλά Χριστούγεννα, κύριε Λώρενς
Σκηνοθεσία: Nagisa Oshima
Παίζουν: David Bowie, Tom Conti, Ryuichi Sakamoto, Takeshi Kitano, Jack Thompson
Χώρα: Ιαπωνία, Αγγλία
Είδος: Δράμα, Αντιπολεμική


Υπόθεση:
Το 1942 ο Βρετανός στρατιώτης Jack Celliers βρίσκεται σε ένα ιαπωνικό σωφρονιστικό ίδρυμα. Το ίδρυμα διοικείται από τον Yonoi, έναν αυστηρό άντρα με αρχές. Στα μάτια του, οι φυλακισμένοι είναι δειλοί άντρες που προτίμησαν να παραδοθούν παρά να αυτοκτονήσουν. Ένας φυλακισμένος, ο διερμηνέας John Lawrence, προσπαθεί να εξηγήσει τον ιαπωνικό τρόπο σκέψης, γεγονός που τελικά τον χαρακτηρίζει ως προδότη.



Μια υπέροχη και ιδιαίτερη αντιπολεμική ταινία που η θεματολογία της θυμίζει αρκετά το αξέχαστο αριστούργημα The Bridge on the River Kwai
του David Lean, χωρίς ωστόσο τον κλασικισμό και τον επικό τόνο που απόπνεε η ταινία εκείνη. Πρόκειται για μια σύγκρουση δύο εντελώς διαφορετικών κόσμων μεταξύ της συντηρητικής και αυστηρών αρχών Ιαπωνίας και της προοδευτικής Δύσης. Ο Nagisa Oshima (Η αυτοκρατορία των αισθήσεων) αναδεικνύει σε όλο του το μεγαλείο όλο αυτόν τον παραλογισμό του χάσματος μεταξύ των δύο αυτών “αντίπαλων” στρατοπέδων, βάζοντας τους ήρωές του σε όλη την διάρκεια της ταινίας να προσπαθούν να καταλάβουν τα ήθη και έθιμα, την κουλτούρα αλλά και τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται ο εχθρός του. Κάτι που φυσικά αποδεικνύεται αδύνατον.

Και στην μέση βρίσκεται ο κύριος Λώρενς, ο ήρωας του τίτλου, ο οποίος έχοντας γνώση της ιαπωνικής γλώσσας καθώς και της κουλτούρας τους, αναλαμβάνει τον ρόλο του διασομελαβητή ώστε να γεφυρώσει αυτό το χάσμα, προκαλώντας όμως έτσι την δυσπιστία των ίδιων των συντρόφων του, φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να τον θεωρούν προδότη. Μα αυτός όμως που κλέβει την παράσταση και δίνει μια διαφορετική νότα στο ύφος καθώς και στους αφηγηματικούς ρυθμούς (με την χρήση κάποιων φλας μπακ) της ταινίας, είναι η επιβλητική παρουσία του David Bowie, στον ρόλο ενός αιχμαλώτου του στρατοπέδου, ενός ασυμβίβαστου και ανυπότακτου πνεύματος που ο Oshima φροντίζει να του δώσει μια σχεδόν μεταφυσική υπόσταση η οποία στοιχειώνει τις προκαταλήψεις και τα πιστεύω των προσκολλημένων σε αυτά Ιαπώνων και ειδικά του διοικητή του στρατοπέδου. Ταυτόχρονα όμως, ο Oshima βάζει και τον ίδιο τον Bowie να στοιχειώνεται από προσωπικούς του δαίμονες.

Μια ταινία γεμάτη με αντιπολεμικά μηνύματα με χαρακτηριστικότερο όλων εκείνο που ξεστομίζει στο τέλος της ταινίας ο κ. Λώρενς προς τον Ιάπωνα λοχία (ένας εξαιρετικός Takeshi Kitano), τον άνθρωπο δηλαδή που υλοποιούσε τις σκληρές διαταγές του διοικητή του στρατοπέδου, που όμως αδυνατεί να καταλάβει ποια είναι τα εγκλήματά του.

Ο κ. Λώρενς προς τον Ιάπωνα λοχία:
“Είσαι θύμα των ανθρώπων που πιστεύουν ότι έχουν δίκιο.
Όπως τότε, εσύ και ο διοικητής του στρατοπέδου…
…πιστεύατε απόλυτα ότι είχατε δίκιο.
Και η αλήθεια είναι βέβαια…
…ότι κανείς τελικά δεν έχει δίκιο.”

Αυτή η υπέροχη, μικρή αλλά ουσιώδη ομιλία του κ. Λώρενς αναδεικνύει όλο τον παραλογισμό του πολέμου. Διότι σε έναν πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές, δίκιο και σωστό από την στιγμή που υπάρχουν απώλειες ανθρώπινων ζωών.

Να σημειώσω ότι η ταινία δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με τα Χριστούγεννα. Όμως η φράση που αποτελεί και τον τίτλο της ταινίας “Merry Christmas Mr. Lawrence”, παίζει έναν πολύ καθοριστικό καθώς και συμβολικό ρόλο στην ιστορία της. Για να το καταλάβετε αυτό πρέπει φυσικά να την δείτε. Τέλος να αναφέρω και την μνημειώδη μουσική της. Πραγματικά δεν έχω λόγια για να περιγράψω τα συναισθήματα που είχα ακούγοντας αυτήν την υπέροχη και γεμάτη ποίηση, λυρισμό, νοσταλγία μουσική που ταίριαζε άψογα με το ύφος και την θεματική της ταινίας.


Καλή πρωτοχρονιά, με υγεία κι ευτυχία σε σας και στις οικογένειές σας!

4: Πολύ καλή

0: Κακή / 1: Μετριότατη / 2: Απλώς ενδιαφέρον / 3: Καλή / 4: Πολύ καλή / 5: Αριστούργημα

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Black Christmas (1974)

Ελληνικός τίτλος: Τρόμος στο παρθεναγωγείο
Σκηνοθεσία: Bob Clark
Παίζουν: Olivia Hussey, Keir Dullea, Margot Kidder, John Saxon, Marian Waldman
Χώρα: Καναδάς
Είδος: Τρόμου, Θρίλερ, Μυστηρίου


Υπόθεση:
Ένας άγνωστος κάνει απειλητικά τηλεφωνήματα σε μια φοιτητική εστία θηλέων την παραμονή των Χριστουγέννων. Χωρίς να τον αντιληφθούν μπαίνει στο κτίριο και σπέρνει τον θάνατο στις νεαρές κοπέλες.






Το Black Christmas δεν είναι απλά μόνο μια cult ταινία χριστουγενιάτικου τρόμου. Εξάλλου είναι πολύ μικρός ο χαρακτηρισμός αυτός. Για μένα πρόκειται για μία από τις καλύτερες ταινίες τρόμου, η οποία αποτέλεσε ουσιαστικά τον προάγγελο όλων των αμερικανικών slasher movies που θα κατέκλυζαν την οθόνη τα επόμενα χρόνια αλλά και που συνεχίζουν να τις κατακλύζουν μέχρι και σήμερα, με εντελώς φτηνιάρικες απομιμήσεις.

Για πολλούς αποτελεί το slasher των slasher
και θα συμφωνήσω απόλυτα (εξαιρώ τα gialo όπου δεσπόζει το ανεπανάληπτο Profondo rosso του Dario Argento). Εξάλλου αυτό ήταν το πρώτο που έθεσε τις βάσεις με τις οποίες θα στηριζόντουσαν όλες οι μετέπειτες αμερικανικές ταινίες αυτού του είδους: Μανιακός δολοφόνος, την παραμονή των Χριστουγέννων, πολιορκεί φοιτητική εστία όπου διαμένουν νεαρά κορίτσια και αρχίζει να τις τρομοκρατεί με τηλεφωνήματα και στην συνέχεια τις δολοφονεί μία προς μία. Μπορεί σήμερα όλα αυτά να θεωρούνται κλισέ και χιλιοειδομένα αλλά για εκείνη την εποχή ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, κάτι το “παρθένο”. Και αυτό είναι τελικά που κάνει την ταινία τόσο ρεαλιστικά, τόσο φυσικά, τόσο ανατριχιαστικά, τόσο αληθινά τρομαχτική. Γιατί πολύ απλά τότε δεν υπήρχαν τα εφετζίδικα και φτηνιάρικα τρικ που συναντάς σε όλα τα σημερινά slasher movies (απότομα τινάγματα, άφθονο αίμα, ακρωτηριασμούς κτλ.) ώστε να σε τρομάξουν, όπως επίσης και κάποια άλλα ανούσια πραγματάκια π.χ. άφθονο γυμνό, φτηνές φοιτητικές φάρσες. Τίποτα από όλα τα παραπάνω που είπα δεν υπάρχουν στην ταινία (να πω την αλήθεια λίγο γυμνό δεν θα με χάλαγε). Αντιθέτως, ο σκηνοθέτης της ταινίας Bob Clark βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στις δικές του μεθόδους (είτε αφορά την σκηνοθεσία, το μοντάζ, την μουσική) δινοντάς μας ένα ρεσιτάλ σκηνοθετικής ευφυΐας και ευρηματικότητας, από τις καλύτερες που έχω δει σε ταινίες τρόμου.

Είναι πολλά τα στοιχεία που κάνουν την ταινία τόσο μοναδική.

ΦΥΣΙΚΟΣ – ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΜΟΣ
Τα πάντα συμβαίνουν κατά την διάρκεια μιας νύχτας όπου ύστερα από την εξαφάνιση μιας φοιτήτριας το προηγούμενο βράδυ, στήνεται μια ολονύχτια έρευνα για την ανεύρεσή της. Μια απίστευτη γαλήνη επικρατεί σε όλη την διάρκεια της ταινίας (μιας και είναι παραμονές Χριστουγέννων) η οποία δένει άψογα με την αργή πλοκή και την σχεδόν μηδενική της δράση. Κάτι βέβαια που δεν είναι καθόλου τυχαίο διότι αυτή την γαλήνη ο Clark φροντίζει να την συνοδεύει με κάθε λογής φυσικό ήχο. Τα πάντα ακούγονται: το γαύγισμα του σκύλου, τριξίματα στο πάτωμα, η ανάσα του δολοφόνου, ψίθυροι, τα κλαδιά των δέντρων, τα πατζούρια των παραθύρων που ανοιγοκλείνουν. Μα πάνω από όλα
είναι το συνεχές αεράκι καθώς και το συνεχές χτύπημα ενός ρολογιού, αυτά που στοιχειώνουν αυτήν την φαινομενική γαλήνη της ταινίας. Είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο εκμεταλλεύεται όλους αυτούς τους φυσικούς ήχους ώστε να χτίσει ένα όσο το δυνατόν ποιο φυσικό και ρεαλιστικό τρόμο.

ΕΥΡΗΜΑΤΙΚΗ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της υπόθεσης είναι ότι ο δολοφόνος κυκλοφορεί τόσο κοντά τους που κάνει τον θεατή να ανατριχιάζει από την σκέψη αυτή και μόνο. Πολλές φορές ο Clark βάζει τον θεατή να παρακολουθεί τα γεγονότα από την οπτική γωνία του δολοφόνου, δίνοντάς μας έτσι την αίσθηση μιας απόκοσμης οντότητας. Επίσης ο Clark εκμεταλλεύεται στο έπακρο τους χώρους της αρχοντικής βίλλας που στεγάζει την φοιτητή εστία, δηλαδή τον τόπο μου μακελειού. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας βάθος πεδίου στα πλάνα του, του δινόταν η ευκαιρία να εφαρμόσει διάφορα τρικ της κάμερας, άλλοτε εστιάζοντας σε λεπτομέρειες (από μακρινά σε κοντινά πλάνα) κι άλλοτε το αντίστροφο. Ακόμη χρησιμοποιούσε πλάνα από πολλά σημεία του σπιτιού που σε πήγαιναν ταυτόχρονα από το ένα σημείο στο άλλο όπου σε συνδυασμό με τις ημιτελείς γωνίες λήψης (τέλειο σκηνοθετικό εύρημα σε ταινία τρόμου) αύξαναν την αγωνία του θεατή προκαλώντας του έτσι ανασφάλεια.
Ωστόσο το σπουδαιότερο προτέρημα της ταινίας πιστεύω ότι είναι η χρήση του μοντάζ της. Ενώ εξελίσσεται μια σκηνή ξαφνικά διακόπτεται και σε πηγαίνει σε μια άλλη σκηνή, αφήνοντάς την ημιτελής. Έτσι με αυτόν τον τρόπο έχει τον θεατή σε εγρήγορση, χωρίζοντας ουσιαστικά την πλοκή σε μικρά κομματάκια, τα οποία ενώνονται πάλι σιγά σιγά με αριστοτεχνικό τρόπο.

ΔΙΑΦΟΡΑ
- Οι τρεις πρώτοι φόνοι είναι σκηνές ανθολογίας. Ειδικά ο τρίτος είναι απλά ανεπανάληπτος όπου θα τον ζήλευε ακόμη και ο μετρ του είδους Dario Argento.
- Απίστευτα ανατριχιαστική και τρομακτική η μουσική της ταινίας η οποία ενορχηστρώνεται κυρίως από πιάνο καθώς και από άλλα συμπληρωματικά όργανα, δίνοντας μια εφιαλτική διάσταση στον τρόμο. Ειδικά στα βίαια ξεσπάσματα, σου σηκώνεται η τρίχα.
- Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής παίζουν τα τηλεφωνήματα που κάνει ο δολοφόνος στην φοιτητική εστία. Είναι ένα κλισέ που το έχουμε συναντήσει σε πολλές ταινίες αυτού του είδους (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το Scream). Εδώ όμως τα τηλεφωνήματα δεν είναι αφορμή για ανόητες φάρσες αλλά για ένα διεστραμμένο παραλήρημα ενός διαταραγμένου και ψυχικά άρρωστου ατόμου.
- Η ταινία κορυφώνεται στα τελευταία 15 περίπου λεπτά οδηγώντας σε ένα αινιγματικό φινάλε που θα σας αφήσει με το στόμα ανοιχτό. Το τηλέφωνο ακόμα με στοιχειώνει…
- Την ίδια χρονιά βγήκε άλλο ένα πολύ καλό slasher movie παρόμοιας θεμάτικής, που όμως είχε την ατυχία να πέσει πάνω στο
Black Christmas. Η ταινία λέγεται Silent Night, Bloody Night (1974) και όποιος είναι λάτρης του σινεμα τρόμου αξίζει να την αναζητήσει.

Καλά Χριστούγεννα και καλές γιορτές!


5: Αριστούργημα

0: Κακή / 1: Μετριότατη / 2: Απλώς ενδιαφέρον / 3: Καλή / 4: Πολύ καλή / 5: Αριστούργημα

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Duel (1971)

Ελληνικός τίτλος: Μονομαχία
Σκηνοθεσία: Steven Spielberg
Παίζουν: Dennis Weaver, Eddie Firestone, Gene Dynarski, Tim Herbert, Charles Seel
Χώρα: ΗΠΑ
Είδος: Road Movie, Θρίλερ, Μυστηρίου


Υπόθεση:
Ένας επιχειρηματίας από την Καλιφόρνια, ο Ντέιβιντ Μαν, οδηγεί μέσα στην έρημο. Προσπερνάει μία αργοκίνητη νταλίκα και γρήγορα γίνεται στόχος του παρανοϊκού οδηγού της.







Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Steven Spielberg, γυρισμένο για την τηλεόραση, όπου όμως προκάλεσε τέτοια αίσθηση που μεταπήδησε από την μικρή οθόνη στην μεγάλη.

Στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη θα ήταν απλά άλλο ένα b-movie 2ης ή 3ης διαλογής για την τηλεόραση, ωστόσο ο Spielberg πήρε ένα απλοϊκό σενάριο και το μετέτρεψε σ’ ένα από τα πιο αξέχαστα road movies που γυρίστηκαν ποτέ. Με μια επίδειξη βιρτουόζικης, νευρώδης, “επιθετικής” σκηνοθεσίας, κοφτού μοντάζ, και εκμεταλλευόμενος στο έπακρο όλα εκείνα τα στοιχεία που βλέπεις σε μια τυπική καταδίωξη, κινηματογραφεί έναν απίστευτο καφκικό εφιάλτη ενός συνηθισμένου ανθρώπου όπου ξεκινώντας από το γκαράζ του σπιτιού του και στην προσπάθειά του να φτάσει στον προορισμό του, διασχίζοντας τις απέραντες πεδιάδες της Αμερικανικής ηπείρου, έρχεται αντιμέτωπος με μια “αόρατη” απειλή που θα τον οδηγήσει σε μια ιλιγγιώδη και ανελέητη μονομαχία μέχρι τελικής πτώσεως.

Αυτή η “αόρατη” απειλή παρουσιάζεται μέσω ενός μανιασμένου οδηγού μιας παλιάς νταλίκας του οποίου όμως το πρόσωπο δεν βλέπουμε ποτέ όπως επίσης δεν μαθαίνουμε ποτέ και τα κίνητρά του. Και αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της επιτυχίας της. Ο Spielberg παίζει με τα νεύρα των θεατών εστιάζοντας πάνω σε αυτό που ο άνθρωπος φοβάται περισσότερο: ο φόβος για το άγνωστο. Το “κακό” εδώ δεν έχει πρόσωπο όπου θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε ή ακόμη και οτιδήποτε (μεταφορικά), θέλοντας μάλλον να κάνει έναν συσχετισμό με την όλη τότε έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή στις ΗΠΑ (πόλεμος βιετνάμ, σκάνδαλα, αμφισβήτηση, ανασφάλεια κτλ.).

Η ταινία είναι ένα ανελέητο κυνηγητό μεταξύ γάτας και ποντικιού που ο Spielberg χειρίζεται υποδειγματικά, θέλοντας έτσι να μας έχει συνεχώς σε αναμμένα κάρβουνα. Όπως ο μανιακός παίζει ένα αρρωστημένο και θανάσιμο παιχνίδι με το υποψήφιο θύμα του έτσι και ο Spielberg παίζει το δικό του παιχνίδι με τους θεατές. Κι όλα αυτά συνοδευμένα με μια υποβλητική και ανατριχιαστική μουσική, όπου με την χρήση διάφορων οργάνων και ήχων, ντύνει ιδανικά όλο αυτόν τον εφιάλτη που ζει ο ήρωας. Έναν εφιάλτη που τελειώνει με ένα φινάλε αντάξιο αυτής της μεγάλης μονομαχίας, με τα τελευταία υπέροχα βουβά πλάνα της και τους τίτλους τέλους να πέφτουν, να σου μεταδίδουν μια βαθειά μελαγχολία που αποτύπωνε τον σφυγμό των ‘70ς.

Τρία χρόνια αργότερα θα κάνει το κινηματογραφικό του ντεπούτο με ένα επίσης εξαιρετικό road movie, το The Sugarland Express, το οποίο ήταν ένα έντονο καυστικό σχόλιο προς το κοινωνικό και νομικό σύστημα των ΗΠΑ.

Με αφορμή της ολοκλήρωσης της φιλμογραφίας του Spielberg, παρακάτω παραθέτω όλες τις ταινίες του, με σειρά προτιμήσεως.
  1. Ε.Τ. ο εξωγήινος // E.T.: The Extra-Terrestrial (1982) 5: Αριστούργημα
  2. Τα σαγόνια του καρχαρία // Jaws (1975) 4,5: Πολύ καλή (+)
  3. Minority Report (2002)
  4. Οι κυνηγοί της χαμένης κιβωτού // Raiders of the Lost Ark (1981)
  5. Η λίστα του Σίντλερ // Schindler's List (1993)
  6. Στενές επαφές τρίτου τύπου // Close Encounters of the Third Kind (1977) 4: Πολύ καλή
  7. Jurassic Park (1993)
  8. Μονομαχία // Duel (1971)
  9. Ο Ιντιάνα Τζόουνς και η τελευταία σταυροφορία // Indiana Jones and the Last Crusade (1989)
  10. Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν // Saving Private Ryan (1998)
  11. Πιάσε με αν μπορείς // Catch Me If You Can (2002)
  12. Το εξπρές του Σούγκαρλαντ // The Sugarland Express (1974)
  13. Α.Ι.Tεχνητή Νοημοσύνη // Artificial Intelligence: AI (2001) 3,5: Καλή (+)
  14. Ο πόλεμος των κόσμων // War of the Worlds (2005)
  15. Κάπτεν Χουκ // Hook (1991)
  16. Ο Ιντιάνα Τζόουνς και ο ναός του χαμένου θησαυρού // Indiana Jones and the Temple of Doom (1984) 3: Καλή
  17. Το πορφυρό χρώμα // The Color Purple (1985)
  18. Η αυτοκρατορία του ήλιου // Empire of the Sun (1987)
  19. Μόναχο // Munich (2005)
  20. Για πάντα // Always (1989)
  21. Ο χαμένος κόσμος // The Lost World: Jurassic Park (1997) 2,5: Απλώς ενδιαφέρον (+)
  22. Ο Ιντιάνα Τζόουνς και το βασίλειο του κρυστάλλινου κρανίου // Indiana Jones and the Kingdom of the Crystal Skull (2008)
  23. Amistad (1997)
  24. The Terminal (2004)
  25. 1941 (1979) 1: Μετριότατη

4: Πολύ καλή

0: Κακή / 1: Μετριότατη / 2: Απλώς ενδιαφέρον / 3: Καλή / 4: Πολύ καλή / 5: Αριστούργημα

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Η κινη/φική μου βδομάδα 17-5-10

-------------------------------------- 5: Αριστούργημα -------------------------------------

Ελληνικός τίτλος: Σταυροί στο μέτωπο (1957)
Ξένος τίτλος: Paths of Glory
Σκηνοθεσία: Stanley Kubrick
Παίζουν: Kirk Douglas, Ralph Meeker, Adolphe Menjou, George Macready, Richard Anderson
Χώρα: ΗΠΑ
Είδος: Πολεμική, Δράμα



Υπόθεση:
Κατά τη διάρκεια του 1ου παγκοσμίου, ένας Γάλλος στρατηγός (George Macready) στέλνει τους άντρες του σε μια αποστολή αυτοκτονίας, χωρίς καμιά απολύτως τύχη. Όταν αυτοί αποτυγχάνουν, διαλέγει τρεις στρατιώτες, τους δικάζει για δειλία και τους εκτελεί.

Δεν μπορώ να μην αρχίσω λέγοντας ότι είναι μία από τις καλύτερες αντιπολεμικές ταινίες όλων των εποχών. Ο Stanley Kubrick με αυτήν εδώ την ταινία αναδεικνύει τον παραλογισμό του πολέμου σε όλο του το μεγαλείο, δίνοντας ταυτόχρονα μια μεγαλειώδη σκηνοθεσία, όπου αυτό φαίνεται κυρίως στις σκηνές μέσα στα χαρακώματα και στα πεδία της μάχης με επιβλητικά πλάνα και με μια τρομαχτικά σταθερή κίνηση της κάμερας, όπως επίσης και στις εξαιρετικές σκηνές της δίκης και της εκτέλεσης των στρατιωτών χρησιμοποιώντας διάφορες ευρηματικές γωνίες λήψης, κυρίως χαμηλές και σε ορισμένες φορές με μια διαρκή κίνηση της κάμερας. Αλλά τελικά αυτό που κάνει την ταινία τόσο σπουδαία και να χαρακτηρίζεται δικαίως ως μία από τις κορυφαίες του είδους της είναι οι τρομερά άμεσοι και αφοπλιστικοί διάλογοί της οι οποίοι ξεσκεπάζουν και αναδεικνύουν με απόλυτα σαφή τρόπο, την τρέλα και τον παραλογισμό του πολέμου. Ο Kirk Douglas, για μένα από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς, δίνει μια ανεπανάληπτη ερμηνεία παίζοντας τον ιδεαλιστή Συνταγματάρχη Dax που προσπαθεί να σώσει με νύχια και με δόντια τους τρεις στρατιώτες.

Ελληνικός τίτλος: Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν (1962)
Ξένος τίτλος: Ivanovo detstvo (My Name Is Ivan)
Σκηνοθεσία: Andrei Tarkovsky
Παίζουν: Nikolay Burlyaev, Valentin Zubkov, Yevgeni Zharikov, Stepan Krylov, Nikolai Grinko
Χώρα: Σοβιετική Ένωση
Είδος: Δράμα, Πολεμική


Υπόθεση:
Η παιδική ηλικία του δωδεκάχρονου Ιβάν έφτασε στο τέλος της την ημέρα που οι φασίστες σκότωσαν τη μητέρα και την αδερφή του μπροστά στα μάτια του. Ο πατέρας του Ιβάν σκοτώθηκε στον πόλεμο. Το ορφανεμένο αγόρι κατατάσσεται σε ένα στρατιωτικό απόσπασμα και γίνεται ανιχνευτής. Ρισκάροντας τη ζωή του, φέρνει στους διοικητές του ανεκτίμητες πληροφορίες για τον εχθρό. Όμως, κάποια μέρα, δεν επιστρέφει από την αποστολή του…

Θέλω να ξεκινήσω λέγοντας ότι ποτέ δεν ήμουν φαν του σινεμά του Tarkovsky και έψαχνα εναγωνίως μια ταινία του που να με ενθουσιάσει πολύ. Έχοντας μείνει τρεις ταινίες του που δεν είχα δει (Ο καθρέφτης, Stalker, Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν) είχα μια μικρή ελπίδα μήπως με ενθουσιάσει κάποια από αυτές τις τρεις και ειδικά οι δύο τελευταίες. Βλέποντας λοιπόν Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, όχι μόνο ενθουσιάστηκα αλλά υποκλίθηκα στο μεγαλείο αυτού του μεγάλου σκηνοθέτη, όπου η ταινία αποτελεί ένα σπάνιο δείγμα σινεμά και σίγουρα μία από τις καλύτερες, πιο όμορφες, πιο λυρικές-ονειρικές αντιπολεμικές ταινίες όλων των εποχών. Ο Tarkovsky δίνει ένα ρεσιτάλ σκηνοθετικής ευφυΐας όπου μας χαρίζει μερικές αξέχαστες σκηνές και πλάνα σπάνιας εικαστικής ομορφιάς που υμνούν την παιδική αθωότητα αλλά ταυτόχρονα και την πολύ σκληρή και απάνθρωπη πλευρά του πολέμου. Από την πρώτη του κιόλας ταινία βλέπουμε αρκετά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το σινεμά του όπως ο λυρισμός που αποπνέουν μερικές σκηνές, οι εμμονές του σε λεπτομέρειες, όπου μπορεί να είναι οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του, εστιάζοντας σε αυτές με κοντινά και μεγάλα διαρκείας πλάνα κτλ. Η ερμηνεία του πιτσιρικά είναι συγκλονιστική και πολύ ώριμη για το νεαρό της ηλικίας του. Το φινάλε της ταινίας είναι από τα πιο όμορφα, λυρικά, ονειρικά και συνάμα πιο τραγικά που έχω δει. Χρυσός Λέοντας στο Φεστιβάλ Βενετίας.

------------------------------------ 4,5: Πολύ καλή (+) -----------------------------------

Ελληνικός τίτλος: Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη (1945)
Ξένος τίτλος: Roma, città aperta (Open City)
Σκηνοθεσία: Roberto Rossellini
Παίζουν: Aldo Fabrizi, Anna Magnani, Marcello Pagliero, Vito Annichiarico, Nando Bruno
Χώρα: Ιταλία
Είδος: Δράμα, Πολεμική


Υπόθεση:
Στη κατεχόμενη από τους Γερμανούς Ρώμη του 1944 ένα ανώτερο στέλεχος της αντίστασης (Giorgio) βρίσκει προσωρινό καταφύγιο στο σπίτι του φίλου του(Francesco) που ετοιμάζεται να παντρευτεί μια γειτόνισσά του(Pina) ενώ ο παπάς (Don Pietro) βοηθάει με κάθε τρόπο…

Μια ταινία σταθμός στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, η οποία αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη ταινία του νεορεαλισμού, ο οποίος επηρέασε σημαντικά τα μετέπειτα κινηματογραφικά τεκταινόμενα καθώς και πολύ σημαντικούς σκηνοθέτες, όπου τα βασικά χαρακτηριστικά του ήταν η λεπτομερής προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας, η άρνηση κάθε μυθιστορηματικού στοιχείου, γυρίσματα σε φυσικούς χώρους και η επιλογή κυρίως ερασιτεχνών ηθοποιών. Μπορεί κάποιοι να ισχυρίζονται ότι η πρώτη νεορεαλιστική ταινία ήταν το αρκετά καλό Ossessione του Visconti το 1943, η οποία ναι μεν είχε κάποια στοιχεία του όμως η πλοκή της έμενε πιστή σε μια μυθιστορηματική μορφή.
Είναι η πρώτη μου γνωριμία με το σκηνοθετικό έργο του Rossellini όπου μου άφησε πολύ καλές εντυπώσεις, όπως άλλωστε το περίμενα καθώς μου αρέσει ο νεορεαλισμός. Ο Rossellini, σε συνεργασία με τον Fellini στο σενάριο, έκανε την ταινία αμέσως μετά την φυγή των Γερμανών από την πόλη παίρνοντας μια κάμερα στο χέρι και ένα ελαφρύ συνεργείο και αρχίζοντας τα γυρίσματα στους δρόμους της Ρώμης. Έτσι το αποτέλεσμα που βγήκε ήταν τόσο έντονο, τόσο πραγματικό, με μερικές δυνατές εικόνες και με κάποιες αξέχαστες σκηνές όπως εκείνες των βασανιστηρίων αλλά και της πιο διάσημης σκηνής της *ΑΡΧΗ SPOILER* όπου η ανεπανάληπτη Anna Magnani πέφτει νεκρή από σφαίρες των Γερμανών μπροστά στα μάτια του παιδιού της *ΤΕΛΟΣ SPOILER* που σου έδινε την εντύπωση ότι οι Γερμανοί δεν είχαν φύγει ακόμα. Αυτό βέβαια οφείλεται στην λιτή σκηνοθεσία σε σχεδόν ντοκυμαντερίστικο ύφος, στα φυσικά γυρίσματα έξω στους δρόμους, στην υποτυπώδη φωτογραφία, στο πρόχειρο μοντάζ και φυσικά στην συμμετοχή πολλών ερασιτεχνών ηθοποιών. Η ταινία απέσπασε το βραβείο της Καλύτερης Ταινίας στις Κάννες.


---------------------------------------- 4: Πολύ καλή ---------------------------------------

Ελληνικός τίτλος: Γερμανία έτος μηδέν (1948)
Ξένος τίτλος: Germania anno zero (Germany Year Zero)
Σκηνοθεσία: Roberto Rossellini
Παίζουν: Edmund Moeschke, Ernst Pittschau, Ingetraud Hinze, Franz-Otto Krüger
Χώρα: Ιταλία
Είδος: Δράμα



Υπόθεση:
1947 και μια απλή γερμανική οικογένεια προσπαθεί να επιβιώσει στο κατεστραμμένο Βερολίνο του μεταπολέμου. Ο πατέρας είναι άρρωστος κι ανίκανος να φέρει τροφή, ο μεγάλος γιος κρύβεται από την αστυνομία επειδή ήταν ναζί και η κόρη προσφέρει ελάχιστα περνώντας τον χρόνο της στα κλαμπ. Μόνο ο μικρός, 12χρονος, Έντμουντ είναι που περιδιαβαίνει τους δρόμους αναζητώντας κάποια εργασία για να σώσει την οικογένεια του από την πείνα. Όμως, στον δρόμο του θα βρεθεί ο παλιός του δάσκαλος και θα τον μπερδέψει με τους φασιστικούς του λόγους, κάνοντας τον να φτάσει στο αδιανόητο.

Ο Rossellini έχοντας κάνει δύο ταινίες που αφορούσαν την Ιταλία στον τελευταίο χρόνο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου (Roma città aperta, Paisà) αποφάσισε να στραφεί προς την αντίπαλη πλευρά, τη Γερμανία αισθανόμενος την ανάγκη να μιλήσει για έναν νικημένο εχθρό που όλοι τότε μισούσαν. Και το κάνει μέσα από την σκληρή ιστορία μιας πολυμελής Γερμανικής οικογένειας και τις προσπάθειές τους να επιβιώσουν κάτω από αντίξοες συνθήκες συμβίωσης. Και το τραγικό της υπόθεσης είναι, ότι όλα αυτά τα βλέπουμε μέσα από τα μάτια ενός μικρού αγοριού όπου ο Rossellini το βάζει εξεπίτηδες να τριγυρνάει στους δρόμους θέλοντας έτσι να δείξει την γενική εικόνα της τότε κατάστασης που επικρατούσε στην Γερμανία, δηλαδή των βομβαρδισμένων πόλεων με τα μισογκρεμισμένα κτήρια, την ανεργία, την φτώχια και την πείνα. Όπως και στις περισσότερες ταινίες του νεορεαλισμού, όπου το τέλος τους είναι σκληρό και πεσιμιστικό, έτσι κι εδώ συμβαίνει το ίδιο. Μόνο που σε αυτήν την ταινία κι έχοντας γίνει ήδη μάρτυρες μιας συγκλονιστικής και αποτρόπαιης πράξης, το τέλος του είναι τόσο σκληρό που δεν το χωράει ο ανθρώπινος νους. Το τελικό μήνυμα που θέλει να μας περάσει ο Rossellini είναι ότι όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της επικίνδυνης ιδεολογίας του παρελθόντος, δηλαδή του φασισμού.

Ελληνικός τίτλος: Η μεγάλη χίμαιρα (1937)
Ξένος τίτλος: La grande illusion (The Grand Illusion)
Σκηνοθεσία: Jean Renoir
Παίζουν: Jean Gabin, Dita Parlo, Pierre Fresnay, Erich von Stroheim, Julien Carette
Χώρα: Γαλλία
Είδος: Πολεμική, Δράμα



Υπόθεση:
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το αεροπλάνο του λοχαγού de Boeldieu και του υπολοχαγού Maréchal καταρρίπτεται από το Γερμανό αξιωματικό von Rauffenstein. Οδηγούνται σ’ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, όπου μαζί με μια παρέα συμπατριωτών τους, οργανώνουν την απόδραση. Όμως, λίγο πριν την υλοποίηση του σχεδίου, μεταφέρονται σε μία φυλακή-κάστρο υπό τη διοίκηση του von Rauffenstein, ενώ μία σχέση σεβασμού και εκτίμησης συνδέει τους αριστοκρατικής προέλευσης von Rauffenstein και de Boeldieu.

Μια κλασική αντιπολεμική ταινία που είναι αρκετά διαφορετική από τις άλλες, η οποία δεν διαθέτει καμία σκηνή μάχης και με ελάχιστους παρακαλώ πυροβολισμούς. Ο Jean Renoir επικεντρώνεται αποκλειστικά στις διαφορές των κοινωνικών τάξεων και των εθνικοτήτων, μέσα από δραματικές αλλά και πολλές φορές χιουμοριστικές καταστάσεις θέλοντας έτσι να δώσει μια πιο ανάλαφρη ατμόσφαιρα στις δύσκολες στιγμές που περνούν οι πρωταγωνιστές της ταινίας σε στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου. Πάντως αυτό που την κάνει τόσο διαχρονική είναι οι εξαιρετικοί της διάλογοι, κυρίως μεταξύ των δύο αριστοκρατών αξιωματικών όπου μπορεί να προέρχονται και οι δύο από την ίδια κοινωνική τάξη, πράγμα που φαίνεται να νοιάζει περισσότερο τον Γερμανό αξιωματικό, όμως το χάσμα μεταξύ των εθνικοτήτων τελικά θα υπερισχύσει διαπιστώνοντάς το αργότερα από μια ηρωική πράξη του Γάλλου αξιωματικού. Ο γνωστός σκηνοθέτης του βωβού κινηματογράφου Erich von Stroheim είναι εξαιρετικός στον ρόλο του Γερμανού αξιωματικού και ξεχωρίζει μακράν από όλους τους άλλους ηθοποιούς. Κρίμα που τα στούντιο του καταστρέψανε την καριέρα ως σκηνοθέτης γιατί πιστεύω ότι θα γινόταν πολύ σπουδαίος, όπου φαίνεται του στοίχησε το γεγονός ότι ήταν τελειομανής, οραματιστής και κυρίως ασυμβίβαστος προς τις επιταγές του συστήματος. Η ταινία, αν και ξενόγλωσση, ήταν υποψήφια για το όσκαρ καλύτερης ταινίας και από ότι είδα ήταν η πρώτη φορά που σύμβαινε κάτι τέτοιο.

------------------------------------------ 3: Καλή -------------------------------------------

Ελληνικός τίτλος: Ένας άντρας μόνος (2009)
Ξένος τίτλος: A Single Man
Σκηνοθεσία: Tom Ford
Παίζουν: Colin Firth, Julianne Moore, Nicholas Hoult, Matthew Goode, Jon Kortajarena
Χώρα: ΗΠΑ
Είδος: Δράμα, Ψυχολογική



Υπόθεση:
Ο Τζορτζ μένει προσκολλημένος στο παρελθόν και δεν μπορεί να δει κανένα μέλλον. Παρακολουθώντας τον για μία ημέρα, βλέπουμε ότι μια σειρά γεγονότων και συναντήσεων τον οδηγούν τελικά στο να αποφασίσει αν η ζωή μετά τον θάνατο του εραστή του, Τζιμ, έχει το οποιοδήποτε νόημα. Ο Τζορτζ δέχεται την παρηγοριά της στενότερης φίλης του, Τσάρλι, μιας 48χρονης καλλονής που κι αυτή πρέπει να δώσει τις δικές της μάχες με τα διλήμματά της για το μέλλον. Ένας νεαρός φοιτητής του Τζορτζ, ο Κένι, που συνειδητοποιεί και αποδέχεται την πραγματική του φύση, αρχίζει να παρακολουθεί στενά τον Τζορτζ καθώς διακρίνει την τρυφερή ψυχή του.

Πρόκειται για μια ανεξάρτητη ταινία και συγκεκριμένα για ένα ψυχολογικό δράμα χαμηλών τόνων που κυλάει με πολύ αργούς ρυθμούς, οι οποίοι συνδυάζονται πολλές φορές με ακόμα πιο αργά πλάνα, δηλαδή σε slow motion που έχουν σαν αποτέλεσμα σε όσους δεν μπουν από την αρχή σε αυτό το κλίμα να βαρεθούν. Η ιστορία της ταινίας επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στην υπαρξιακή κρίση ενός ομοφυλόφιλου καθηγητή και στις ψυχολογικές μεταπτώσεις του μετά το θάνατο του εραστή του. Οπότε, όπως καταλαβαίνει κανείς η ταινία είναι κάπως μονότονη, αν και σε ορισμένα σημεία της την μονοτονία αυτή σπάει η χρήση μερικών φλας μπακ τα οποία μας δείχνουν κάποιες σημαδιακές στιγμές από την ζωή του ζευγαριού. Για μένα το κλειδί της ταινίας είναι να μπεις από την αρχή στο κλίμα της, όπου και πάλι μπορεί κάποιος να κουραστεί, όπως κούρασε κι εμένα λίγο, αλλά με αποζημίωσε με ένα έντονο και συναισθηματικά φορτισμένο φινάλε. Κι είμαι από αυτούς που όσο βαρετή ταινία να είναι, άμα κλείσει εξαιρετικά τότε ταυτόχρονα ανεβαίνει πολύ στην εκτίμησή μου. Η σκηνοθεσία της ταινίας ήταν αρκετά καλή όπου ο σκηνοθέτης της εφάρμοσε ένα τρικ, που κατά την γνώμη μου ήταν πολύ επιτυχημένο: ενώ σε όλη την διάρκεια της ταινίας τα χρώματα της φωτογραφίας ήταν νωθρά, ξαφνικά άλλαζαν και γινόντουσαν πιο έντονα όταν ο πρωταγωνιστής βρισκόταν σε μια συναισθηματικά φορτισμένη κατάσταση. Τέλος ο Colin Firth δίνει μια εξαιρετική και βαθειά εσωτερική ερμηνεία που για μένα άξιζε να πάρει το όσκαρ και όχι ο Jeff Bridges.

---------------------------------- 2: Απλώς ενδιαφέρον -----------------------------------

Ελληνικός τίτλος: Το φιλί του δολοφόνου (1955)
Ξένος τίτλος: Killer's Kiss
Σκηνοθεσία: Stanley Kubrick
Παίζουν: Frank Silvera, Jamie Smith, Irene Kane, Jerry Jarrett, Mike Dana
Χώρα: ΗΠΑ
Είδος: Φιλμ νουάρ, Θρίλερ



Υπόθεση:
Ένας μποξέρ και μια ιδιωτική «χορεύτρια» βρίσκονται μαζί, αφού αυτός την σώζει από το σκληρό αφεντικό της. Όμως, ο τελευταίος δεν έχει πει την τελευταία του κουβέντα.

Πρόκειται για την δεύτερη μεγάλη μήκους ταινία του Stanley Kubrick όπου εδώ σχεδόν κάνει τα πάντα (σκηνοθεσία, μοντάζ, φωτογραφία, παραγωγή). Η ταινία είναι ένα απλό φιλμ νουάρ όπου διαθέτει σχεδόν όλα τα απαραίτητα στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτό το είδος αλλά αυτό από μόνο του φαίνεται πως δεν φτάνει. Κι αυτό οφείλεται κυρίως στο αδύναμο σενάριο (δυστυχώς πίσω από αυτό βρίσκεται ο Kubrick) όπου μας διηγείται μια απλοϊκή ιστορία χωρίς να έχει ουσιαστικά τίποτα να μας πει. Όμως η ταινία μας αποζημιώνει με ένα αρκετά καλό τελευταίο δεκάλεπτο όπου εκεί ο Kubrick μας δείχνει το ταλέντο του με ένα κυνηγητό στα στενά σοκάκια και στις ταράτσες των παλιών κτιρίων της Νέας Υόρκης, με φόντο ένα ομιχλώδης τοπίο καθώς και με μια αγωνιώδης μάχη σε μια αποθήκη με κούκλες. Δυστυχώς με πολύ βαριά καρδιά του βάζω μια τόσο χαμηλή βαθμολογία σε ταινία του όπου όμως την αμέσως επόμενη χρονιά θα κάνει αυτό που δεν έκανε σε αυτήν την ταινία, δηλαδή ένα αριστουργηματικό φιλμ νουάρ το The Killing ξεκινώντας έτσι μια τεράστια διαδρομή που θα τον καθιέρωνε, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, ως τον μεγαλύτερο σκηνοθέτη όλων των εποχών.

--------------------------------------- 1: Μετριότατη ----------------------------------------

Ελληνικός τίτλος: Ο Εκλεκτός (2010)
Ξένος τίτλος: The Book of Eli
Σκηνοθεσία: Albert Hughes, Allen Hughes
Παίζουν: Denzel Washington, Gary Oldman, Mila Kunis, Ray Stevenson, Jennifer Beals
Χώρα: ΗΠΑ
Είδος: Περιπέτεια, Δράση



Υπόθεση:
Σε μία μετα-αποκαλυπτική εποχή στις ΗΠΑ, ένας μοναχικός άντρας θα πολεμήσει για να προστατέψει ένα ιερό βιβλίο που περιέχει μυστικά που θα σώσουν την ανθρωπότητα.

Χωρίς πολλά λόγια η ταινία χάνεται μέσα στην χρυσή της μετριότητα, με καρικατουρίστικη κι εντελώς κλισεδιάρικη σκηνοθεσία, όπως καρικατουρίστικος είναι ο ρόλος που “ερμηνεύει” ο Denzel Washington. Μια ανιαρή μελλοντολογική-θρησκευτική ταινία, με προσχηματικό σενάριο όπου εμένα προσωπικά δεν με έπεισε καθόλου αυτή η εικόνα, δηλαδή ενός κόσμου του μέλλοντος που έχει καταστραφεί από έναν πυρηνικό όλεθρο. Την ίδια περίπου θεματολογία είχε και το The Road με τον εκπληκτικό Viggo Mortensen το οποίο όμως ήταν κλάσης ανώτερο από αυτήν εδώ. Το μόνο ενδιαφέρον κομμάτι στην ταινία ήταν το θρησκευτικό της στοιχείο, με το οποίο ήθελε να τονίσει ότι για να φτιαχτεί ο κόσμος πάλι από την αρχή πρέπει ο άνθρωπος να ξαναβρεί πάλι την χαμένη του πίστη, η οποία εδώ συμβολίζεται με την Βίβλο, όπου σε λάθος χέρια μπορεί να αποβεί μοιραίο γιατί έτσι θα μπορούν να χειραγωγήσουν τον όχλο, άρα να εξουσιάσουν τον κόσμο.

0: Κακή / 1: Μετριότατη / 2: Απλώς ενδιαφέρον / 3: Καλή / 4: Πολύ καλή / 5: Αριστούργημα