Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Dolls (2002)

Ελληνικός τίτλος: Κούκλες
Σκηνοθεσία: Takeshi Kitano
Παίζουν: Miho Kanno, Hidetoshi Nishijima, Tatsuya Mihashi, Chieko Matsubara, Kyoko Fukada
Χώρα: Ιαπωνία
Είδος: Σπονδυλωτή / Δράμα / Ρομάντζο

Υπόθεση: Οι ερωτικές ιστορίες ενός ζευγαριού, μιας σημαδεμένης τραγουδίστριας και ενός γερασμένου μαφιόζου που ξανασυναντά την παλιά αγαπημένη του.; (Πηγή cine.gr)







Ποτέ δεν περίμενα από ένα σκηνοθέτη σαν τον Takeshi Kitano - γνωστός κυρίως για τις γκαγκστερικές και αστυνομικές του ταινίες στις οποίες κυριαρχούν οι σκληρές και αιματηρές σκηνές βίας, οι άγραφοι κανόνες της Γιακούζα, η εκδίκηση κτλ. – να δω μια ταινία τόσο βαθύτατα συγκινητική, τόσο ανθρώπινη, με άλλα λόγια μια ταινία με τόσο συναίσθημα. Και το λέω αυτό γιατί όσες ταινίες του είχα δει ήταν ψυχρές, απότομες, απογυμνωμένες από κάθε είδους συναισθήματα. Μοναδική εξαίρεση το καταπληκτικό Hana-bi που όμως κι εκεί είχα την αίσθηση ότι κάτι έλειπε. Και αυτό το κάτι το βρήκα εδώ, στην μοναδική ταινία που είδα και δεν έπαιζε ο Kitano. Τυχαίο; Δεν νομίζω.

Η υπόθεση της ταινίας περιστρέφεται γύρω ένα πρόλογο και τρεις σπονδυλωτές ερωτικές (κάτι που δεν μας έχει συνηθίσει ο Kitano) ιστορίες των οποίων η μοίρα διασταυρώνει τις ιστορίες τους, χωρίς όμως να έχουν επίδραση η μία στην άλλη.

Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Παρακολουθούμε την παράσταση ενός κουκλοθέατρου με θέμα την τραγική κατάληξη ενός ζευγαριού. Άραγε πως συνδέεται αυτή η παράσταση με τις υπόλοιπες ιστορίες;

Η ΠΡΩΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ιστορία δυο ερωτευμένων νέων που ενώ είχαν αρχικά αποφασίσει να παντρευτούν, τελικά η πλευρά του αγοριού υποκύπτει στις ασφυκτικές πιέσεις των γονιών του να παντρευτεί την κόρη του αφεντικού του. Μην μπορώντας να το αντέξει αυτό η κοπέλα θα οδηγηθεί σε μια αποτυχημένη απόπειρας αυτοκτονίας, που έχει ως αποτέλεσμα όμως να χάσει τα λογικά της. Μόλις το μαθαίνει αυτό το αγόρι, έχοντας μετανιώσει και συνειδητοποιήσει το λάθος και το κακό που προκάλεσε, παρατάει τα πάντα (την μέλλουσα νύφη, την οικογένειά του, την δουλειά του) ώστε να βρίσκεται κοντά στην κοπέλα που αγαπά. Χωρίς λεφτά, χωρίς τίποτα και στιγματισμένοι από την κοινωνία ως οι “δεμένοι ζητιάνοι” θα ξεκινήσουν ένα ατελείωτο ταξίδι. Άραγε αυτό το ταξίδι έχει κάποιο προορισμό;

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ιστορία ενός ηλικιωμένου μαφιόζου ο οποίος με αφορμή την άφιξη του καινούργιου σωματοφύλακα αναπολεί κάποιες σημαδιακές στιγμές τις ζωής του και κυρίως του πρόωρου τέλους στην σχέση του με μια κοπέλα όταν βρισκόταν σε νεαρή ηλικία επειδή νόμιζε ότι θα αποτελούσε εμπόδιο στην “καριέρα” του ως γκάνγκστερ. Άραγε είναι αργά για μια δεύτερη ευκαιρία;

Η ΤΡΙΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ιστορία μιας πανέμορφης διάσημης τραγουδίστριας της ποπ όπου ύστερα από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα θα τραυματιστεί σοβαρά στο πρόσωπό της, με αποτέλεσμα να αποτραβηχτεί για το υπόλοιπο της ζωής της σε μια άγνωστη κι έρημη τοποθεσία κι ενός φανατικού θαυμαστή της ο οποίος ύστερα από αυτό θα προσπαθήσει απεγνωσμένα να την δει. Άραγε μέχρι που μπορεί να τον οδηγήσει η απεριόριστη αγάπη του για την τραγουδίστρια ώστε να καταφέρει να την συναντήσει;

Τρεις συγκλονιστικές-τραγικές-καταραμένες ιστορίες που υπερβαίνουν τις ανθρώπινες συμβάσεις. Η μια καλύτερη από την άλλη όπου δεν ξέρεις ποια να πρωτοξεχωρίσεις. Ωστόσο ο Kitano δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην πρώτη ιστορία όχι μόνο λόγω της μεγαλύτερης διάρκεάς της αλλά και από το γεγονός ότι αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των άλλων δυο ιστοριών. Ο φαύλος αυτός κύκλος λοιπόν, όπου η μία ιστορία διαδέχεται την άλλη, θα τελειώσει μόνο όταν θα φτάσουν στον τελικό προορισμό τους.

Πέρα του γνωστού σκηνοθετικού ύφους που διακρίνει τον Kitano (θα το χαρακτήριζα απότομο, κοφτερό, κι επιτηδευμένα ελλιπής ως προς την αφήγηση) ο δαιμόνιος σκηνοθέτης χειρίζεται επιδέξια και λειτουργικά την χρονική σειρά των γεγονότων αναταράσσοντας την φυσική ροή τους: αναδρομές/flashback που εισβάλουν απότομα στην πλοκή, χρήση προδρομών (το αντίθετο του flashback) όπου πρώτα εμφανίζονται οι σκηνές που έχουν συμβεί στο άμεσο μέλλον και μετά γυρίζει στο παρόν και προχωράει μέχρι να φτάσει σε εκείνες με τις οποίες άρχισε, την ίδια σκηνή αλλά από διαφορετικές οπτικές σκοπιές, μια υπέροχη ονειρική σεκάνς. Όλα αυτά λοιπόν δίνουν στην ταινία μια πολυσύνθετη μορφή στην αφήγησή της, κάνοντάς την έτσι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και λιγότερο προβλέψιμη. Κάτι που προσωπικά πιστεύω ότι είναι κι ένα από τα μεγαλύτερα ατού της. Υπέροχη η φωτογραφία και η μουσική όπου “ντύνουν” τις μαγευτικές εικόνες πανέμορφων τοπίων (πάρκα, χιονισμένα βουνά, ρυάκια, γεφυράκια, δέντρα) με λυρισμό και μια δόση μελαγχολίας.

Μα πάνω από όλα, πέρα από τις όποιες κινηματογραφικές αναλύσεις, είναι ένα αριστούργημα σπάνιας εικαστικής ομορφιάς, βαθύτατα συγκινητικό χωρίς να καταφεύγει σε μελοδραματισμούς, βαθύτατα ανθρώπινο παρά τις όποιες αβανταδόρικες ιστορίες της. Ένα αριστούργημα όπου αφήνει τους λιγοστούς διαλόγους σε δεύτερη μοίρα ώστε να μας μιλήσει μέσα από τις μαγευτικές εικόνες της, τις σιωπές, τις ματιές και κυρίως μέσα από τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών της. Αυτό άλλωστε δεν έχει και την μεγαλύτερη σημασία;


5/5:
Αριστούργημα

0: Κακή / 1: Μετριότατη / 2: Έτσι κι έσι / 3: Καλή / 4: Πολύ καλή / 5: Αριστούργημα

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Le conseguenze dell'amore (2004)

Ελληνικός τίτλος: Οι συνέπειες του έρωτα
Σκηνοθεσία: Paolo Sorrentino
Παίζουν: Toni Servillo, Olivia Magnani, Adriano Giannini, Antonio Ballerio, Gianna Paola Scaffidi
Χώρα: Ιταλία
Είδος: Δράμα / Ρομάντζο / Έγκλημα

Υπόθεση: Κάθε άνθρωπος κρύβει ένα ανομολόγητο μυστικό. Όμως, ο Τίτα Ντι Τζιρόλαμο κρύβει περισσότερα. Είναι προφανές. Αλλιώς για ποιο λόγο ένας καλοστεκούμενος μεσόκοπος άνδρας από την Νότια Ιταλία, περνά τα τελευταία οκτώ χρόνια σε ένα ανώνυμο ξενοδοχείο μιας ανώνυμης Ελβετικής πόλης, χωρίς φαινομενικά καμία απασχόληση; Χρόνια σιωπής και αμέτρητων τσιγάρων, χρόνια που τα περνά στο λόμπυ του ξενοδοχείου, ντυμένος κομψά μα χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του περιττές πολυτέλειες; Μια αποπνικτική ρουτίνα, η αιώνια αναμονή κάποιας τολμηρής κίνησης. Ο Τίτα, σαν ήρωας του Ναθάνιελ Χώθορν παρατηρεί απαθώς τη ζωή να περνά μπροστά από τα μάτια του, χωρίς ποτέ να αντιδρά, χωρίς να δείχνει το παραμικρό συναίσθημα. Και πάλι φαινομενικά. Δεν έχει πια κανέναν. Μόνος. Τόσα χρόνια χαμένα για κάτι που συνέβη και παραμένει κρυφό. Τι; Για ποιόν λόγο; Ποια είναι τα ανομολόγητα μυστικά του Τίτα Ντι Τζιρόλαμο; (Πηγή cine.gr)


Όποιος διαβάσει την υπόθεση πιθανόν να πει “τι βαρετή που είναι” ή “μα καλά δεν συμβαίνει τίποτα σε αυτήν” και δεν θα είχαν καθόλου άδικο εάν πίσω από την σκηνοθετική καρέκλα δεν βρισκόταν ο Paolo Sorrentino (του εκπληκτικού Il divo) ο οποίος με την σκηνοθετική του βιρτουοζιτέ, ευρηματικότητα και ιδιοφυία μετατρέπει ένα φαινομενικά αδιάφορο, μονότονο δράμα κυρίως κλειστών χώρων, σε ένα άκρως εντυπωσιακό υπαρξιακό δράμα μεγατόνων, σκηνοθετημένο με χίλιους δυο διαφορετικούς τρόπους.

Δεν θα αναφερθώ παρά ελάχιστα στην υπόθεση γιατί πιστεύω ότι είναι από εκείνες τις ταινίες που όσο λιγότερα ξέρεις τόσο το καλύτερο. Όλη σχεδόν η πλοκή της περιστρέφεται γύρω από τον πρωταγωνιστή και το καλά κρυμμένο μυστικό του (
τον οποίο υποδύεται ο καταπληκτιός Toni Servillo, ο χαμαιλέοντας του σύγχρονου ιταλικού κινηματογράφου), ένα παντρεμένο ηλικιωμένο ζευγάρι παρηκμασμένων αριστοκρατών και μια υπάλληλο του ξενοδοχείου που αποτελεί και τον κρυφό πόθο του αλλά το μόνο που κάνει είναι να την αγνοεί επιτηδευμένα γιατί ξέρει ότι οποιαδήποτε αλλαγή στην καθημερινή του ρουτίνα μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες. Ώσπου μια μέρα μην μπορώντας να αντέξει την συνεχή αγνόηση προς το πρόσωπό της, θα ξεσπάσει πάνω του, αποτελώντας ουσιαστικά και την αφορμή για να την πλησιάσει. Δυο ματιές και δυο χαμόγελα φτάνουν για να καταλάβεις ότι τίποτα δεν θα είναι το ίδιο για την ζωή του πρωταγωνιστή. Γιατί πολύ απλά θα υποστεί τις συνέπειες του έρωτα (εξού και ο τίτλος της ταινίας).

Είναι εκπληκτικός λοιπόν ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί την κάμερά του έτσι ώστε να αναδεικνύει στο μέγιστο την καθημερινή ρουτίνα καθώς και τον μικρόκοσμο στο οποίο μοιάζει να είναι εγκλωβισμένος ο πρωταγωνιστής. Εκεί που άλλοι σκηνοθέτες μια απλή σεκάνς την είχαν μοντάρει σε πολλαπλά προβλέψιμα κοψίματα αυτός προτιμά να το δείξει με ένα δεξιοτεχνικό traveling, πανοραμίκ, βάθος πεδίου, “σκανάροντας” έτσι τους χώρους ώστε να συλλαμβάνει την δράση χωρίς να διασπάται η χωροχρονική ενότητα της εικόνας. Αλλά και όταν χρησιμοποιεί το ντεκουπάζ ή το μοντάζ το κάνει με ευρηματικά περάσματα-cut από το ένα πλάνο στο άλλο είτε χρησιμοποιώντας διάφορες γωνίες λήψεις όπου με αυτό τον τρόπο αξιοποιούσε τους εσωτερικούς χώρους, είτε στηριζόταν στις κινήσεις των πρωταγωνιστών, είτε σε σκηνοθετικά φωτογραφικά τρικ (θολούς φακούς), είτε στα φαινομενικά άναρχα καδραρίσματά του αξιοποιώντας όλες τις διαστάσεις του κάδρου. Με αυτό τον τρόπο έδωσε μια πολυδιάστατη μορφή, κυρίως στο ύφος αλλά και στην αφήγηση της ταινίας.

Σενάριο λιτό και χωρίς πολλά πολλά, δηλαδή με τα απολύτως απαραίτητα έτσι ώστε να ξεδιπλωθεί αργά και μεθοδικά η πλοκή της (φροντίζοντας έτσι να καλλιεργήσει μια ατμόσφαιρα μυστηρίου) και να βγουν στο φως τα μυστικά που κρύβει ο πρωταγωνιστής. Η πλοκή ακολουθεί μια γραμμική αφήγηση αν και σε ορισμένα σημεία της παρουσιάζεται είτε αφαιρετική (καθώς ο Sorrentino με τα σκηνοθετικά του τεχνάσματα περνά απότομα από την μια σκηνή στην άλλη, δίνοντάς όμως την εντύπωση ότι βρίσκεσαι ακόμα στην προηγούμενη) είτε ελλειπτική (όπως σε ένα πολύ κομβικό σημείο της πλοκής στο οποίο η δράση παρουσιάζεται πολύ συνοπτικά σαν να λείπουν δηλαδή κάποια κομμάτια από το παζλ που όμως θα συμπληρωθούν προς το τέλος με την χρήση μιας αναδρομής, φροντίζοντας έτσι να αποκατασταθεί η συνοχή της). Επίσης στο όλο αυτό, νωχελικό και μελαγχολικό κλίμα που επικρατεί σε όλη την διάρκεια, συμβάλει πολύ και η voice over αφήγηση του πρωταγωνιστή την οποία και βρήκα πολύ λειτουργική καθώς συνέβαλε στο να βυθιστείς ακόμα πιο πολύ στον ψυχικό κόσμο του, όπως επίσης συνέβαλε και στους αργούς (αλλά απολύτως ταιριαστούς) αφηγηματικούς ρυθμούς με ορισμένα εντυπωσιακά ξεσπάσματα τα οποία και συνοδεύονται από ένα καταιγιστικό μοντάζ, όπου ο σκηνοθέτης ορθώς φροντίζει να ταυτίζονται με έναν συγκεκριμένο σκοπό-γεγονός, που σπάνε την καθημερινή μονοτονία στη ζωή του πρωταγωνιστή.

Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι η υποδειγματική χρήση του ήχου (είτε αυτός είναι διηγηματικός είτε μη διηγηματικός) όπου ορισμένες φορές ο Sorrentino τον καταστά πιο σημαντικό από την ίδια την εικόνα, δηλαδή ο ήχος έρχεται σε πρώτο πλάνο ενώ η εικόνα σε δεύτερο. Κι αυτό φαίνεται περισσότερο στους διηγηματικούς ήχους (δηλαδή εκείνους τους ήχους που προέρχονται από φυσικές πηγές μέσα από την ταινία που δικαιολογούν την ύπαρξή τους) όπως μια συζήτηση στην καφετερία του ξενοδοχείου η οποία διακόπτεται ξαφνικά από ένα γενικό πλάνο μερικών δευτερολέπτων μεταφέροντάς μας έξω από το ξενοδοχείο, όπου ίσα που ακούμε το τι λένε, ή ο ρυθμικός θόρυβος ενός αυτόματου ποτιστηριού πριν από ένα μοιραίο γεγονός, ή η ηχητική απομόνωση συγκεκριμένων θορύβων από το φυσικό τους περιβάλλον, ή το πέρασμα από μια σκηνή σε μια άλλη με αφορμή στο άκουσμα ενός ήχου. Αλλά και οι μη διηγηματικοί ήχοι κατέχουν εξέχοντα ρόλο καθώς με την χρήση μιας υπέροχης και πολυσύνθετης μουσικής δίνει ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα στους ρυθμούς της ταινίας.

Μπορεί όλα τα παραπάνω σε κάποιους να φαίνονται βαρετά, κουραστικά, ή να μη τους ενδιαφέρουν, ωστόσο είναι πολύ σημαντικά για μένα, γιατί πιστεύω ότι αναδεικνύουν την πολύ μεγάλη σπουδαιότητά της. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που η φόρμα υπερισχύει έναντι του περιεχομένου, κάτι που προσωπικά λατρεύω. Σίγουρα πρόκειται για μια δύσκολη ταινία που απευθύνεται κυρίως σε απαιτητικούς σινεφίλ και κυρίως στους λάτρεις ιδιαίτερων σκηνοθεσιών. Το να παρακολουθώ λοιπόν ταινίες του Sorrentino είναι μια κινηματογραφική απόλαυση διότι με το ιδιαίτερο, προσωπικό του ύφος οξύνει ακόμη περισσότερο τις κινηματογραφικές μου αισθήσεις. Κι αυτό είναι κάτι που λίγοι σκηνοθέτες το καταφέρνουν. Ελπίζω, με την καινούργια του ταινία και το πέρασμά του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, να μην αφήσει αυτές τις υφολογικές-στιλιστικές του αναζητήσεις και παραδοθεί στους συμβατικούς χολιγουντιανούς μεθόδους κινηματογράφησης.

4,5/5: Εξαιρετική

0: Κακή / 1: Μετριότατη / 2: Έτσι κι έσι / 3: Καλή / 4: Πολύ καλή / 5: Αριστούργημα

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

May (2002)

Ελληνικός τίτλος: Ο άγγελος του κακού
Σκηνοθεσία: Lucky McKee
Παίζουν: Angela Bettis, Jeremy Sisto, Anna Faris, James Duval, Nichole Hiltz
Χώρα: ΗΠΑ
Είδος: Τρόμου, Θρίλερ, Δράμα, Ψυχολογική

Υπόθεση: Η Μέη, ένα άτυχο κορίτσι, αποζητά αγάπη και αναγνώριση για να εισπράξει τον χλευασμό και την περιφρόνηση. Έτσι μόνη διέξοδο βρίσκει στη φίλη της που δεν είναι παρά μια χειροποίητη κούκλα που της χάρισε η μητέρα της. Όσο μεγαλώνει, η απογοήτευση της μετατρέπεται σε ψύχωση. Αρχίζει να έχει εμμονές σε συγκεκριμένα σημεία πάνω στο σώματα ανθρώπων. Όταν την απορρίπτει η ομοφυλόφιλη φίλη της δεν μπορεί να βρει παρηγοριά ούτε στην παλιά «καλή της φίλη», μια κι αυτή έχει γίνει κομμάτια στα χέρια κάποιων παιδιών. Το πρόβλημα της γιγαντώνεται και η Μέη δεν φαίνεται να έχει άλλη επιλογή...


Ένα σχετικά άγνωστο διαμάντι του σύγχρονου αμερικανικού τρόμου. Αλλόκοτο, ιδιαίτερο, μακριά από τις συμβάσεις των σύγχρονων ταινιών αυτού του είδους και με μια ιστορία βγαλμένη θαρρείς από τα περίφημα χιτσκοκικά θρίλερ του Brian De Palma στην δεκαετία του ’70, όπου η πρωταγωνίστρια είναι μια ψυχικά διαταραγμένη προσωπικότητα (sisters) και απομονωμένη από τον περίγυρό της (Carrie). Μπορεί με το που ξεκινάει το έργο και με την πρώτη κιόλας σκηνή του (μια πραγματικά ανατριχιαστική σκηνή) να σε προϊδεάζει ότι θα δεις μια τρομακτική ταινία, όμως σχεδόν σε όλη την διάρκειά της παραμένει ελάχιστα τρομαχτική τουλάχιστον σε σχέση με αυτό που θα περίμεναν οι περισσότεροι θεατές. Ωστόσο ο σκηνοθέτης, έχοντας φροντίζει να χτίσει μια αποτελεσματική μυστικιστική ατμόσφαιρα γύρω από μια κούκλα (από τις πιο τρομαχτικές που έχω δει ποτέ στον κινηματογράφο) η οποία κατέχει εξέχοντα ρόλο στην ζωή της ψυχικά διαταραγμένης πρωταγωνίστριας, μας οδηγεί σταδιακά και μέσα από γεγονότα που θα διαταράσσουν ολοένα και περισσότερο την ψυχική υγεία της, σε ένα σοκαριστικό ξέσπασμα βίας και φρίκης. Κι όλα αυτά επειδή ήθελε να βρει μια φίλη. Όχι όμως μια απλή φίλη, αλλά την ΤΕΛΕΙΑ φίλη.

Μου θύμισε αρκετά μια ιαπωνική ταινία τρόμου, το εξαιρετικό Αργός θάνατος - Odishon του Takashi Miike, η οποία επίσης στο μεγαλύτερο μέρος της δεν θύμιζε ταινία τρόμου, ωστόσο το τέλος της είχε ανάλογα ξεσπάσματα βίας σαν κι αυτής εδώ. Φαίνεται ότι και οι δύο αυτές ταινίες έχουν μια διαφορετική προσέγγιση ως προς παραδοσιακούς αφηγηματικούς ρυθμούς του σινεμά τρόμου, ώστε να επιτύχουν το αποτέλεσμα που
εκείνοι θέλουν και όχι το αποτέλεσμα που επιτάσουν οι συνήθεις συμβάσεις του είδους.

Για όσους ενδιαφέρονται για αντισυμβατικές, παράξενες, ιδιαίτερες ταινίες τρόμου τους την προτείνω ανεπιφύλακτα. Για τους υπόλοιπους, ας την δουν με δικιά τους ευθύνη.

3,5: Καλή (+)

0: Κακή / 1: Μετριότατη / 2: Απλώς ενδιαφέρον / 3: Καλή / 4: Πολύ καλή / 5: Αριστούργημα

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Τέσσερα αριστουργήματα!

Ξένος τίτλος: Stagecoach (1939)
Ελληνικός τίτλος: Η άμαξα της άγωνίας
Σκηνοθεσία: John Ford
Παίζουν: Claire Trevor, John Wayne, Andy Devine, John Carradine, Thomas Mitchell
Χώρα: ΗΠΑ
Είδος: Γουέστερν

Υπόθεση: Το ταξίδι μιας ταχυδρομικής άμαξας που μεταφέρει έναν μέθυσο γιατρό, μια έγκυο γυναίκα, ένα διευθυντή τράπεζας που το έχει σκάσει με τα λεφτά των πελατών του, και άλλους, θα αναστατωθεί καθώς ο Τζερόνιμο είναι στο μονοπάτι του πολέμου στην περιοχή.




Για μένα πρόκειται για το πιο τέλειο γουέστερν της κλασικής περιόδου (δηλαδή μέχρι και το 1945 και την λήξη του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, διότι από κει κι έπειτα θα περάσει στην πιο ώριμη φάση της περιόδου του, με τα λεγόμενα επι-γουέστερν και αργότερα τα σπαγκέτι γουέστερν), το οποίο συνέβαλε μαζί με άλλες διάσημες ταινίες εκείνης της χρονιάς στην αφετηρία μιας νέας αναγέννησης αυτού του είδους, καθώς την δεκαετία του ’30 βρισκόντουσαν σε μια κρίσιμη καμπή. Ένα τέλεια δομημένο έργο, από την αρχή μέχρι το τέλος, που ξεχωρίζει για την άψογη αφηγηματική της δομή και την σκηνοθετική αποτελεσματικότητα, μεθοδικότητα αλλά και συγχρόνως απλότητα του John Ford. Είναι υποδειγματικός ο τρόπος με τον οποίο αυτός ο πολύ σπουδαίος σκηνοθέτης χειρίζεται την πλοκή. Έχοντας στο επίκεντρο της ιστορίας μια ομάδα ατόμων, απόκληρων της κοινωνίας και το ταξίδι που πρέπει να κάνουν με μια ταχυδρομική άμαξα, ο Ford αργά και σταθερά, εκμεταλλεύεται όλους τους χαρακτήρες σκιαγραφώντας τους αναλυτικά όπου ο καθένας θα παίξει το δικό του ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Επίσης ο Ford από την αρχή κιόλας της ταινίας μας δίνει δύο πολύ σημαντικά στοιχεία που θα συμβάλλουν στην δραματική κορύφωση της καθώς και στην αγωνία του θεατή: την εκδίκηση που θέλει να πάρει ο John Wayne για την δολοφονία δύο δικών του ανθρώπων από τα μέλη μιας συμμορίας και την απειλή μιας φυλής ινδιάνων και του αδίστακτου αρχηγού της, Τζερόνιμο. Έτσι οδηγούμαστε στην περίφημη σκηνή της καταδίωξης της ταχυδρομικής άμαξας από τους ινδιάνους, η οποία αποτελεί μία από πιο τις θεαματικές, αξέχαστες, ρεαλιστικές σκηνές στην ιστορία των γουέστερν, σκηνοθετημένη με φοβερή επιδεξιότητα από τον Ford.


Ξένος τίτλος: The Man Who Shot Liberty Valance (1962)
Ελληνικός τίτλος: Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς
Σκηνοθεσία: John Ford
Παίζουν: John Wayne, James Stewart, Vera Miles, Lee Marvin, Edmond O'Brien
Χώρα: ΗΠΑ
Είδος: Γουέστερν

Υπόθεση: Ένας γερουσιαστής επιστρέφει στο Σίνμπον για να παραβρεθεί στην κηδεία ενός φίλου του και αφηγείται στους δημοσιογράφους το χρονικό της μικρής πόλης: το πέρασμα από την τρομοκρατία των ληστών στην έννομη τάξη και από τον αναλφαβητισμό στο δικαίωμα ψήφου.




Ένα πραγματικά υπέροχο αντιηρωικό γουέστερν, μια απομυθοποίηση της Άγριας Δύσης και των κλασικών, παραδοσιακών μοτίβων αυτού του είδους. Και το παράξενο είναι ότι γυρίστηκε από ένα σκηνοθέτη που ο ίδιος είχε φροντίσει να τα καλλιεργήσει και να τα κάνει σημαία του. Και δεν είναι άλλος από τον John Ford ο οποίος ουσιαστικά γκρεμίζει ότι είχε χτίσει τα προηγούμενα χρόνια και αυτό είναι κάτι που θέλει πολλά κότσια για να το κάνεις. Εδώ ο ήρωας δεν θα έχει την τύχη των προηγούμενων ταινιών του Ford. Εδώ δεν υπάρχουν οι Νο1 παραδοσιακοί κακοί των γουέστερν οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τους ινδιάνους. Εδώ οι κακοί προέρχονται από το ίδιο το κοινωνικό-πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ. Η ταινία στην ουσία πραγματεύεται την αναπόφευκτη σύγκρουση της ζωής της Άγριας Δύσης που εκπροσωπείται από τον νόμο των όπλων, με αυτή της προόδου που φέρνει ο σιδηρόδρομος που εκπροσωπείται από τους νόμους του κράτους. Έτσι για τον Ford, ο John Wayne συμβολίζει την Άγρια Δύση και τον νόμο των όπλων ενώ ο James Stewart την πρόοδο και τους νόμους του κράτους όπου και οι δύο έχουν έναν κοινό εχθρό: τον αδίστακτο και σαδιστή ληστή Liberty Valance που σκορπάει τον τρόμο στην πόλη (ένας καταπληκτικός Lee Marvin). Ωστόσο η μοίρα θα τους επιφυλάξει διαφορετικά πράγματα. Ο ένας θα χάσει τα πάντα (την αξιοπρέπεια του, την ανθρώπους που αγαπά, ένα φάντασμα του εαυτού του) ενώ ο άλλος θα ανελιχθεί στα ανώτατα κλιμάκια της γερουσίας. Τέλος μια μεγάλη ειρωνεία κρύβεται πίσω από τον τίτλο της ταινίας Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς που το κάνει πια φανερό ο Ford με την τελευταία ακριβώς φράση της ταινίας.


Ξένος τίτλος: The Grapes of Wrath (1940)
Ελληνικός τίτλος: Τα σταφύλια της οργής
Σκηνοθεσία: John Ford
Παίζουν: Henry Fonda, Jane Darwell, John Carradine, Charley Grapewin, Dorris Bowdon
Χώρα: ΗΠΑ
Είδος: Δράμα, Κοινωνική

Υπόθεση: Μια φτωχή αγροτική οικογένεια από την Οκλαχόμα, θύμα της οικονομικής κρίσης, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον τόπο της και να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη στη Καλιφόρνια.







Ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό μιας πολυμελής οικογένειας στα χρόνια τις μεγάλης οικονομικής κρίσης την δεκαετία του ’30, η οποία έχοντας χάσει την φάρμα της από τους αδίστακτους μεγαλοκαρχαρίες των μεγάλων εταιριών αναγκάζεται να ξενιτευτεί και να αναζητήσει την τύχη της κάνοντας ένα μεγάλο, κουραστικό και γεμάτο προβλήματα ταξίδι ως την άλλη άκρη της Αμερικής, την Καλιφόρνια. Μακριά από συναισθηματικούς εκβιασμούς και οποιεσδήποτε σκοπιμότητες ο John Ford δεν διστάζει να καταδείξει την σαπίλα και την αδράνεια του κοινωνικού-πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ που οδήγησε τον αγροτικό λαό στην πείνα και την εξαθλίωση. Ελάχιστοι σκηνοθέτες τόλμησαν να αγγίξουν τέτοια δύσκολα θέματα όπως έκανε ο Ford. Υπέροχη σκηνοθεσία, φωτογραφία και ο Henry Fonda ίσως στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του. Σίγουρα πρόκειται για ένα από τα καλύτερα κοινωνικά δράματα στην ιστορία του Χόλιγουντ.


Ξένος τίτλος: A Night at the Opera (1935)
Ελληνικός τίτλος: Μια νύχτα στην όπερα
Σκηνοθεσία: Sam Wood
Παίζουν: Groucho Marx, Chico Marx, Harpo Marx, Kitty Carlisle, Allan Jones
Χώρα: ΗΠΑ
Είδος: Κωμωδία

Υπόθεση: Ο Οτις Ντρίφτγουντ προσπαθεί να ξεγελάσει την πλούσια κυρία Κλέιπουλ να επενδύσει τα χρήματά της σε μια εταιρεία όπερας. Ταυτόχρονα, ο Τομάσο και ο Φιορέλο προσπαθούν να πείσουν τον Οτις να προσλάβει στην όπερα ένα νεαρό ζευγάρι τραγουδιστών στη θέση του διάσημου τενόρου που αρχικά ήθελε να προσλάβει…





Απλά η καλύτερη κωμωδία που έχω δει ποτέ στην ζωή μου. Δείτε πως οι αδερφοί Μαρξ καταστρέφουν με τα κωμικά τους ευρήματα την παράσταση μιας όπερας. Δείτε πόσα άτομα μπορούν να χωρέσουν σε μια μικρή καμπίνα ενός πλοίου, κάνοντας ταυτόχρονα και μια δουλειά μέσα σε αυτήν (ή τουλάχιστον προσπαθούν να την κάνουν). Δείτε για πολλοστή φορά τον Groucho να μιλάει ακατάπαυτα, τον Chico και τον Harpo να παίζουν τα αγαπημένα τους όργανα (λίρα και πιάνο αντίστοιχα). Απλά δείτε την!